Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

Όταν ανέτειλε ο 20ος αιώνας, βρήκε την Ελλάδα στα γεωγραφικά σύνορα του 1881 και την περιοχή της Λαυρεωτικής να εξακολουθεί ν’ αποτελεί κέντρο μεταλλευτικής δραστηριότητας. Η ελληνική μεταλλεία, για 60 χρόνια (1893-1952) πέρασε περιόδους με ακμές και παρακμές, με πολέμους, επαναστάσεις, και πολιτικές αστάθειες, που δημιούργησαν στο χώρο της συγχύσεις, ανασφάλεια και αμφιβολίες.

Τα γεγονότα αυτά συνθέτουν την παρακάτω εικόνα:

Το 1883 η Ελλάδα χρεοκόπησε ύστερα από τη δυσβάστακτη εξυπηρέτηση των δανείων, που είχε πάρει από τους ξένους.

Το 1897 το Έθνος παρασύρθηκε σε άτυχες ενέργειες, που είχαν για συνέπεια τη δημιουργία δυσμενέστατων συνθηκών με τους τότε επαχθείς όρους της ειρήνης. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην επανάσταση του 1909 (Γουδί).

Η 10ετία 1912-1922 κυριαρχήθηκε από την αλληλοδιαδοχή ενός μεγαλείου και μιας, στη συνέχεια, καταπτώσεως. Το 1912 το Έθνος άρχισε τη ρωμαλέα άνοδό του, με αρχή τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, που τον ακολούθησε ο Β’ Βαλκανικός εναντίον της Βουλγαρίας. Αποτέλεσμα και των δυο αυτών πολέμων, ήταν η επέκταση της ελληνικής επικράτειας με την απελευθέρωση των Νέων Χωρών.

Η Ελλάδα σε λίγο βρέθηκε σε εθνικό διχασμό (1915-1916).

Το 1918 πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κα με τη συνθήκη των Σεβρών, το 1920, απέκτησε και την Ανατολική Θράκη ως τη Τσατάλτζα (μαζί με την Ευρωπαϊκή ακτή των Δαρδανελλίων). Με τη συνθήκη εκείνη η Τουρκία αναγνώρισε οριστικά την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Ακόμη και Σμύρνη, με τη γύρω της περιοχή, διοικούνταν κυριαρχικά από την Ελλάδα.

Τότε η δόξα της νέας Ελλάδος κορυφώθηκε. Και στο κορύφωμά της αυτό βοήθησε αποφασιστικά, όπως σε όλες τις δύσκολες ιστορικές εποχές, ο Ελληνισμός του εξωτερικού, που αποτελούσε μιαν απέραντη ιδεατή Ελλάδα, παλλόμενη από εθνική συγκίνηση.

Στην περίοδο 1920-1922 το Έθνος το δέρνει πάλι ο διχασμός και η εσωτερική διάβρωση, με συνέπεια την άτυχη έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, που υποχρέωσε την Ελλάδα να εγκαταλείψει γρήγορα τις περιοχές της στην Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και να δεχθεί στους κόλπους της ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες.
Παρόλα αυτά, κατόρθωσε, με ασήμαντη ξένη βοήθεια και σε μικρό σχετικά χρόνο, να πετύχει τη μεγάλη προσαρμογή. Οι ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους πρόσφυγες δεν άργησαν να συνέλθουν και να πάρουν ενεργό μέρος στη λύση των εθνικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων της χώρας.

Την περίοδο 1922-1924 τη χαρακτηρίζουν τα προβλήματα της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και των αντίστοιχων μειονοτήτων της Κωνσταντινουπόλεως και της Θράκης.

Το 1925 ακολουθεί η δικτατορία του Πάγκαλου, που μετά ένα χρόνο ανατράπηκε και ως το 1935 η χώρα περνάει περίοδο δημοκρατικής ομαλότητος. Ώσπου το 1935 ξεσπά άλλη επανάσταση και το 1936 ο Ι. Μεταξάς εγκαθιδρύει δικτατορία.

Στην περίοδο του μεσοπολέμου, ιδιαίτερα από το 1924 ως το 1940, έγιναν και σημαντικά έργα για την αύξηση της εθνικής παραγωγής. Κατασκευάστηκαν οδικές αρτηρίες, λιμάνια, αποξηραντικά έργα, σχολεία, αποθήκες και πάρθηκαν αποφασιστικά οικονομικά μέτρα, που βελτίωσαν τη ζωή και συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη.
Η βιομηχανία – βιοτεχνία σημείωσε ικανοποιητικές προόδους. Από 2.213 εργοστάσια και βιοτεχνικά εργαστήρια με 35.000 εργάτες, 70.000 ισχύ σε KW και αξία παραγωγής 200 εκατ. δρχ. που διέθετε στην αρχή της περιόδου, έφθασε το 1938 στα 4.515 εργοστάσια και εργαστήρια, με 140.000 εργάτες, 277.000 ισχύ σε KW και αξία παραγωγής 13,5 δισεκ.δρχ.

Ανάλογη πρόοδος σημειώθηκε και στις μεταλλευτικές δραστηριότητες.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατάφερε καίριο πλήγμα στην ελληνική μεταλλεία, που βρισκόταν τότε κι αυτή στη φάση της αναπτύξεώς της.
Πραγματικά το 1940, με την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την κατοχή που ακολούθησε ως το 1944, έπαψαν όλες οι εξορυκτικές δραστηριότητες, με εξαίρεση μόνο στους λιγνίτες, για την κάλυψη των πιεστικών τότε αναγκών της χώρας σε ενέργεια και θέρμανση. Οι προσπάθειες των κατακτητών για παραγωγή μεταλλευμάτων, που ήταν αναγκαία για την πολεμική τους προσπάθεια (χρωμίτης, νικέλιο κ.α,.) ελάχιστα απέδωσαν. Εκείνο όμως, που έβλαψε περισσότερο, ήταν ότι εκτός από τη διακοπή της λειτουργίας των μεταλλείων, κατά τη δραματική εκείνη περίοδο έπαψαν και οι εργασίες, που ήταν απαραίτητες για τη συντήρησή τους, με αποτέλεσμα πολλά απ’ αυτά να καταστραφούν τελείως.

Στην περίοδοι 1945-1952 επικρατεί εσωτερική πολιτική διαμάχη, ένοπλη αναταραχή και κυβερνητική αστάθεια.

Μέσα απ’ όλες αυτές τις πολυτάραχες περιόδους, η ελληνική μεταλλεία, πότε ταλαντεύεται και πότε ανορθώνεται. Ουσιαστικά, όμως, επικρατεί το δεύτερο, έστω και με σταδιακές διακυμάνσεις, πράγμα που αποδεικνύει, ότι το ενδιαφέρον των Ελλήνων γι’ αναζήτηση πόρων στο υπέδαφος της χώρας τους, μπορεί κατά καιρούς να παρέμεινε σε λανθάνουσα κατάσταση, αλλά ποτέ δεν έσβησε.

Αλματώδη ανάπτυξη σε όλους τους κλάδους της η ελληνική μεταλλεία γνώρισε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εσωτερική ανωμαλία, ιδιαίτερα μάλιστα από το 1964 κι έπειτα. Η μεταλλευτική δραστηριότης στην περίοδο αυτή πήρε σημαντικές διαστάσεις, που βασικά τις στοιχειοθετούν οι μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίων και η καθετοποίηση της παραγωγής από τα μεταλλευτικά συγκροτήματα.


Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑΣ

Η πορεία, που ακολούθησε η ελληνική μεταλλεία στον αιώνα μας, μπορεί να χωριστεί στις παρακάτω τέσσερις περιόδους:


Περίοδος 1901 - 1925

Στα πρώτα 25 χρόνια του 20ου αιώνα οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις ασχολήθηκαν περισσότερο με την εξόρυξη και τη διάθεση φυσικών μεταλλευμάτων, παρά με την εκκαμίνευση και τον εμπλουτισμό τους. Έτσι, οι πρώτες ύλες, ακατέργαστες όπως έβγαιναν, έφευγαν στο εξωτερικό, όπου μετατρέπονταν σε προϊόντα από τα οποία αγόραζε η Ελλάδα, σε ακριβές μάλιστα τιμές.

Την περίοδο αυτή η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην αξιοποίηση των ελληνικών πρώτων υλών κι έπρεπε να προσελκυσθεί το ξένο κεφάλαιο. Για τον σκοπό αυτόν γράφτηκαν από ειδικούς, ειδικές εκθέσεις και πραγματείες, που στάλθηκαν στο εξωτερικό, για να δείξουν στους Ευρωπαίους κεφαλαιούχους τον μεταλλευτικό πλούτο της χώρας (Α. Κορδέλλας 1902).

Άλλες εκθέσεις (Κ. Μητσόπουλος 1905) παρουσίαζαν το μεταλλευτικό μέλλον της χώρας, τονίζοντας ταυτόχρονα και την αδιαφορία των Ελλήνων για τη γεωλογία και την ορυκτολογία, που τις έβλεπαν σαν τέχνες μάλλον παρά σαν επιστήμες.

Έγιναν πολλές προσπάθειες και τονίσθηκε η σημασία, που θα είχε η εγκατάσταση στη χώρα σιδηρομεταλλουργίας και η πλινθοποίηση του ελληνικού λιγνίτη. Επίσης, για βιομηχανικό πρότυπο, που θα μπορούσε να ιδρυθή τότε στην Ελλάδα, προβαλλόταν η εγκατάσταση υαλουργικής βιομηχανίας, για την αξιοποίηση της τόσο πλούσιας σε καθαρούς χημικά κρυστάλλους και οξυπυρίτιο άμμου των ελληνικών ποταμών και θαλασσών. Τονίσθηκε μάλιστα, ότι θα μπορούσε να παραχθούν και κάτοπτρα, αν χρησιμοποιηθή για τη λείανση η ελληνική σμύριδα. Όλες αυτές οι σκέψεις φαίνονταν τότε απλές, ίσως και αφελείς, μα περιείχαν βασικές αλήθειες, που τις κάλυπταν με το σκοτάδι της αμάθειας διάφορες προκαταλήψεις.

Λεγόταν τότε και υποστηριζόταν σοβαρά, ότι η Ελλάδα ήταν ένας μικρός και φτωχός τόπος, μια χώρα αδικημένη από την φύση, μια « ψωροκώσταινα», όπως την αποκαλούσαν. Ο υπεδαφικός πλούτος της συνδεόταν με τη φτώχια της χώρας και στον ελληνικό λαό είχε καλλιεργηθή η ιδέα, ότι τόπος πλούσιος ειν΄ εκείνος που βγάζει σιτάρι, άσχετα αν η ιστορία διδάσκει, πως οι κατακτητικοί πόλεμοι συνήθως γίνονται για την κατάκτηση περιοχών με πλούσιο υπέδαφος και όχι με παραγωγικό έδαφος.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο, το 1918, η παραγωγή μεταλλευμάτων άρχισε να δείχνει άνοδο και είχε φθάσει τους 420.744 τον σε μεταλλεύματα σιδήρου, σιδηρομαγγανίου, μολύβδου, ψευδάργυρου, σιδηροπυρίτη, χαλκού, λευκολίθου, σμύριδας και λιγνίτη. Στον ίδιο χρόνο είχαν παραχθή και 15.194 τον προϊόντα από εκκαμίνευση. Τα 75% περίπου όλης αυτής της παραγωγής πουλήθηκαν στο εξωτερικό , με συνάλλαγμα αξίας 26.044.822 δρχ. της εποχής εκείνης. Στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις εργάζονταν τότε 9.202 εργάτες, από τους οποίους οι 4.424 δούλευαν σε υπόγειες εκμεταλλεύσεις και 4.778 σε επιφανειακές. Το μέσο μεροκάματο ήταν 6,12 δρχ.

Η γαλλική εταιρία « Σέριφος - Σπηλιαζέζα» εκμεταλλευόταν τα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Σέριφου και ο δαιμόνιος Σερπιέρι τα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Σίφνου.
Στο Λαύριο, η «Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου» εξόρυσσε μεταλλεύματα σιδηρομαγγανίου, ψευδάργυρου και αργυρούχου μόλυβδου. Από τη σύστασή της (1873) ως το 1918 η εταιρία αυτή εξήγαγε 311.989 τον. αργυρούχου μόλυβδου, σε χελώνες. Αντίστοιχα, η « Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου» εξήγαγε 280.663 τον. Στη Λάρυμνα, η μεταλλευτική εταιρία «Λοκρίς» , που από το 1910 είχε ανακαλύψει τα νικελιούχα μεταλλεύματα της περιοχής, εξόρυξε ως το 1918 85.997 τον μεταλλεύματα τα οποία με την τότε μέση τιμή των 39,08 δρχ. τον τόνο (FOB Λάρυμνα), απέφεραν έσοδα 3.360.000 δρχ.

Λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1913) λειτούργησε στο Μαντούδι της Εύβοιας ο πρώτος στην Ελλάδα περιστροφικός κλίβανος, χρησιμοποιώντας για καύσιμη ύλη το κάρβουνο, από την « Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι», για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας.

Το 1918 οι κυριότερες από τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις ήταν:

  • Η « Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου».
  • Η « Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου».
  • Η εταιρία «Λοκρίς» στη Λάρυμνα.
  • Η «Εταιρία Μεταλλείων Αταλάντης», στην Αταλάντη για σιδηρομεταλλεύματα.
  • Η « Γαλλική Εταιρία Σέριφου - Σπηλιαζέζας», στη Σέριφο.
  • Η « Β. Ι. Σερπιέρι» στη Σίφνο, για σιδηρομεταλλεύματα.
  • Η « Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι» με δραστηριότητα στη Μήλο για θειάφι, στο Μαντούδι της Εύβοιας για λευκόλιθο και στην Κύμη για λιγνίτες.
  • Η « Εταιρία Μεταλλείων Ερμιόνης» στην Ερμιόνη για σιδηροπυρίτες.
  • Τα «Μεταλλεία Κασσάνδρας» στον Ίσβορο (Στρατονίκη) για σιδηροπυρίτες (Γαλλο-Οθωμανική).
  • Η « Αγγλοελληνική Εταιρία Λευκολίθου», στην Εύβοια (Χαλκίδα, Λίμνη και στο Πήλι).
  • Η « Εταιρία Αλλατίνι» στη Γερακίνη Χαλκιδικής για λευκόλιθο.
  • Η « Λ. Δεπιάν και Ν. Ραφαήλ», στον Ωρωπό για λιγνίτες.
  • Η «Εταιρία Εκμεταλλεύσεως Ελληνικών Ανθρακωρυχείων», στον Ωρωπό.
  • Η «Α.Ε. Ανθρακωρυχείων Αλιβερίου», στο Αλιβέρι.
  • Η « Μεταλλευτική Ένωσις Δομοκός», στο Δομοκό για μεταλλεύματα χρωμίου.

Η « Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» που αν και ιδρύθηκε το 1909 από τον χημικό Ν. Κανελλόπουλο, μόλις το 1920 απόκτησε τα πρώτα μεταλλευτικά της δικαιώματα στην ανατολική Χαλκιδική προερχόμενα από σουλτανικά φιρμάνια, που είχε «Γαλλο- Οθωμανική Εταιρία Μεταλλείων Κασσάνδρας», από το 1893.

Γύρω στα 1913 είχε ιδρυθή η «Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι», που για κύριο στόχο της είχε την καθετοποίηση της μεταλλευτικής παραγωγής. (Η Εταιρεία αυτή το 1947 περιήλθε στο συγκρότημα Σκαλιστήρη. Το 1971 έλαβε την επωνυμία «Α.Ε. Επιχειρήσεων μεταλλευτικών Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών» (FIMISCO) αναπτύσσοντας μεγάλη δραστηριότητα, παράγοντας δίπυρη και καυστική μαγνησία, χρωμίτη, πυρίμαχα, τούβλα και πυρίμαχες μάζες).

Το 1916 στη μεταλλευτική κονίστρα παρουσιάσθηκε ο Δ. Παπαστρατής, με την ίδρυση της εταιρίας «Δ. Π. Παπαστρατής και Σία», που μετατράπηκε το 1965 στην «Α.Ε. Μεταλλευτική Εμπορική και Βιομηχανική».

Μετά τρία χρόνια (1919) εμφανίσθηκε ένας άλλος πρωταγωνιστής της ελληνικής μεταλλείας, ο Ιωάννης Λαμπρινίδης, που στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεύθυνε με επιτυχία το μεταλλείο λευκολίθου της Γερακινής ( Χαλκιδική), έπειτα (1919-1922) τα λιγνιτωρυχεία Αλιβερίου και στη συνέχεια τα μεταλλεία Βάβδου ( Χαλκιδική). Στην Εύβοια ασχολήθηκε, επίσης, με τους εκεί λευκολίθους.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) οι κακουχίες κατά την επιστροφή του στρατού μας, το προσφυγικό πρόβλημα, που δέσποζε στην κυβερνητική πολιτική, και η έλλειψη έμπειρων εργατικών χεριών δεν επέτρεψαν στην ελληνική μεταλλεία να αυξήση την παραγωγή της. Από το 1923 αυτή σταθεροποιήθηκε στα επίπεδα του 1918 και πιο συγκεκριμένα έφτασε στους 432.000 τον., με αυξημένη παραγωγική δραστηριότητα στα μεταλλεύματα λιγνίτη (118.927 τον.), λευκολίθου (62.552 τον.) , σιδηροπυρίτου (52.290 τον.), σιδηρομεταλλευμάτων (100.115 τον.) και μολυβδούχων μεταλλευμάτων (53.566 τον.). Παράλληλα τριπλασιάστηκε η παραγωγή των μεταλλευτικών προϊόντων από εκκαμίνευση (45.392 τον.), που βασικά απαρτίζονταν από μεταλλικό μόλυβδο (4.235 τον.), φρυγμένο ψευδάργυρο (8.320 τον.) και φρυγμένη μαγνησία (20.136 τον.). Η αξία της μεταλλευτικής αυτής παραγωγής είχε φθάσει στις 176.034.413 δρχ.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα η παραγωγή στα μάρμαρα ήταν 2.093 κυβ. μ. στο γύψο 1.429 τον., στις μυλόπετρες 2.400 τεμάχια και στη θηραϊκή γη 57.714 τον.
Το 1924 ιδρύθηκε ο «Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων» (Σ.Μ.Ε.). Παρατίθεται το πρακτικό της ιδρυτικής συνεδρίασης. Μετά ένα χρόνο (1925) στον μεταλλευτικό χώρο εμφανίσθηκε η πρώτη εταιρία για βωξίτες «Αδελφοί Λ. Μπάρλου», με μια μικρή παραγωγή για τον χρόνο εκείνο (3.700 τον.). Αξίζει να αναφερθή εδώ, ότι τους βωξίτες της περιοχής Διστόμου- Αντικύρων- Ελικώνος είχαν επισημάνει από το 1917 οι Ιωάννης και Γεώργιος Μπάρλος, οι οποίοι έστειλαν και δείγματα στη Γερμανία (Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου), που από την ανάλυσή τους αποδείχθηκε, ότι τα ως τότε θεωρούμενα φτωχά μεταλλεύματα σιδήρου των περιοχών ήταν μεταλλεύματα βωξίτη, με τη σημαντική, όπως αποδείχθηκε αργότερα αξία τους.

Την ίδια περίοδο η «Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου», άρχισε και την κατεργασία των μικτών θειούχων μεταλλευμάτων, με τη μέθοδο της διαφορικής επιπλεύσεως, και παρήγαγε συμπυκνώματα γαληνίτη και σφαλερίτη.

Με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (1925) το ενδιαφέρον της Γεωλογικής Υπηρεσίας και του Πανεπιστημίου εντοπίσθηκε περισσότερο στις ηφαιστειακές μελέτες, παραμερίζοντας τη γενικότερη επιστημονική έρευνα του ορυκτού πλούτου της χώρας.

 

Περίοδος 1926 - 1944

Την περίοδο αυτή τη χαρακτηρίζουν έντονες πάλι εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις, η παγκόσμια διεθνής κρίση 1929-1930, αλλά και συνθήκες με σταθερή Κυβέρνηση (1928-1932). Έγιναν τότε διάφορα αναπτυξιακά έργα υποδομής, που όμως ανέκοψαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η τριπλή κατοχή.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν για το 1932, διαπιστώνει κανείς, ότι 13 μεταλλευτικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονταν σιδηρούχα μεταλλεύματα στο Λαύριο, στη Σέριφο, στον Αγ. Ελισσαίο, στη Λάρυμνα, στη Στρατονίκη και αλλού, με μια συνολική παραγωγή 46.000 τον. Τρεις επιχειρήσεις εξόρυσσαν μαγγανιούχα μεταλλεύματα στο Λαύριο και στη Σπηλιαζέζα κι άλλες δύο εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεύματα μολύβδου στο Λαύριο.

Στη Λάρυμνα παράγονταν νικελιούχα μεταλλεύματα και στη Στρατονίκη και την Ερμιόνη κυριαρχούσε η παραγωγή σιδηροπυρίτη. Μικρή εξόρυξη μεταλλευμάτων χρωμίου γινόταν στον Δομοκό, ενώ στη Γερακινή και στη Βάβδο Χαλκιδικής, όπως και στη Λίμνη και στο Αφράτι της Εύβοιας, εξορυσσόταν λευκόλιθος, που η αγορά του βρισκόταν τότε σε ύφεση.

Στη Δεσφίνα της Άμφισσας και στο Δίστομο οι βωξίτες, που ήταν γνωστοί από παλιά σαν φτωχό σιδηρομετάλλευμα, παράγονταν σε μικρές ποσότητες.
Έντονη δραστηριότητα το 1932 έδειξαν τα λιγνιτωρυχεία στο Αλιβέρι, στο Μήλεσι, στον Ωρωπό, στην Κορώνη, στην Κύμη, στο Παγγαίο και στις Σέρρες. Η παραγωγή τους τη χρονιά αυτή έφθασε στους 137.583 τον.

Ο λιγνίτης χρησιμοποιούνταν τότε περισσότερο για καύσιμη ύλη τις θερμάστρες, στα αρτοποιεία και στα κεραμοποιεία και λιγότερο στα τότε θερμικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού. Το 1932 η ισχύς εγκαταστάσεως και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργείας ήταν 82.290 KW, που διαιρούνταν σε υδροηλεκτρικά εργοστάσια 6.600 KW (παραγωγής 10,5 εκατ. KWΗ) και σε θερμικά εργοστάσια 75.690 KW (παραγωγής 132,5 εκατ. KWΗ). Τα περισσότερα από τα θερμικά εργοστάσια κινούνταν με πετρέλαιο ή με άνθρακες από το εξωτερικό. Με την απομάκρυνση, όμως, της δραχμής (1932) από τη χρυσή βάση, που επέφερε και την αύξηση της τιμής των αγγλικών ανθράκων, το θέμα του ελληνικού λιγνίτη τέθηκε επί τάπητος, με πολύ αισιοδοξία στην αρχή. Όμως παραμελήθηκε, λόγω αντιγνωμιών για την ποιότητά του, ίσως και λόγω ξένων συμφερόντων. Η Ελλάδα πλήρωνε τότε 1.500.000 δρχ. για τον αγγλικό άνθρακα.

Οι εξαγωγές το 1932 έδωσαν στη χώρα συνάλλαγμα 175 εκατ. δρχ. Όμως παράλληλα εισήχθηκαν από το εξωτερικό άλλα ορυκτά, αξίας 800 εκατ. δρχ. καθώς και μέταλλα αξίας 1,2 δισ. δρχ.

Τον ίδιο χρόνο από τον Ευριπίδη Μαυρομάτη και τον Ηλία Ηλιόπουλο, ιδρύθηκαν η «Α.Ε.Μ. Βωξίται Παρνασσού» και η «Α.Ε. Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης», που άρχισε την εκμετάλλευση βαριτίνης (Οι λέξεις βαρίτης (ο) και βαριτίνη συνηθίζεται να γράφονται και με υ, βαρύτης και βαρυτίνη) στη Μήλο το 1934.
Το έργο τους συνέχισε και προώθησε ο Γεώργιος Ηλιόπουλος, έχοντας στενό συνεργάτη και τον Αθανάσιο Ηλιόπουλο. Επίσης την ίδια χρονιά το «Τεχνικό Γραφείο Δημητρίου Σκαλιστήρη» που το διεύθυνε σαν ατομική του επιχείρηση ο Δημήτριος Σκαλιστήρης, άρχισε να ασχολείται με μεταλλευτικές έρευνες στην περιοχή της Ελευσίνας, όπου ανακάλυψε τα εκεί βωξιτικά κοιτάσματα. Από τότε γεννήθηκε το συγκρότημα Σκαλιστήρη με τις διάφορες μετέπειτα επιχειρήσεις του.

Το 1936, η παραγωγή των φυσικών μεταλλευμάτων αυξήθηκε σε 50.195 τον., τα νικελιούχα μεταλλεύματα, σε 208.050 τον., οι σιδηροπυρίτες, και σε 116.106 τον., οι λευκόλιθοι. Ιδιαίτερη όμως εξόρμηση κάνουν οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις παραγωγής βωξίτη, που τώρα είναι αρκετές : «Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίτου Παρνασσού», «Αδελφοί Λ. Μπάρλου» (από το 1928), «Α.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς», «Α.Ε. Μεταλλείων και Σιδηροδρόμων ΟΤΑΒΙ», «Α.Ε.Μ. Βωξίται Δελφών» και το «Τεχνικό Γραφείο Δημητρίου Σκαλιστήρη».

Η συστηματική παραγωγή βωξίτη άρχισε το 1935, βασικά από την «Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίται Παρνασσού», που η παραγωγή της το 1936 έφθασε στους 129.898 τον, εγκαινιάζοντας έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της σύγχρονης ελληνικής μεταλλείας.

Το 1940, πριν την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία, η εταιρία «Χρυσωρυχεία Βορείου Ελλάδος Α.Ε.», με πρωταγωνιστή τον Ηλία Ηλιόπουλο, σημειώνει ιδιαίτερη πρόοδο στην παραγωγή προσχωματικού χρυσού από τον Γαλλικό ποταμό. Η κατοχή σταμάτησε κάθε ουσιαστική μεταλλευτική δραστηριότητα.

 

Περίοδος 1945 - 1960

Μετά τον πόλεμο, την κατοχή και την εσωτερική αιματηρή αναταραχή, που κράτησε ως τον Αύγουστο του 1949, χαλαρώθηκε σοβαρά το ιδιωτικό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, αλλά και η σχετική δραστηριότητα των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Σωστή, όμως ανοικοδόμηση δεν μπορούσε να γίνη χωρίς εκβιομηχάνιση της χώρας.

Με το πρόβλημα αυτό στην αρχή ασχολήθηκαν περισσότερο οι οικονομολόγοι και λιγότερο οι τεχνικοί. Γρήγορα, όμως, συνδυάσθηκε η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας με την ανάπτυξη του ορυκτού πλούτου, οπότε πήραν θέση κι επιστήμονες πλησιέστεροι προς το αντικείμενο «υπέδαφος της χώρας».

Στην ανασυγκρότηση των μεταλλείων βοήθησαν οι παροχές της αμερικάνικής βοήθειας (A.M.A.G.), το σχέδιο Marshall και η UNRRA, που το αρμόδιο κλιμάκιο της για την ελληνική μεταλλεία πείσθηκε για την μεταλλοφορία του ελλαδικού χώρου. Συνέστησε μάλιστα, σαν επιτακτική ανάγκη, τη συστηματική οργανωμένη έρευνα και κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη μελέτη «Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδος» (μ΄ ένα γεωτεκτονικό μεταλλευτικό χάρτη, σε κλίμακα 1: 1.250.000), το οποίο συνέγραψαν, σαν υποεπιτροπή, οι Ν. Λιάτσικας, Ι. Σολωμός, Σ. Κογεβίνας και Γ. Ανδρεάκος.

Το ενδιαφέρον των ιδιωτών για τη μεταλλεία εκδηλώθηκε έντονα και χορηγήθηκαν πάρα πολλές άδειες μεταλλευτικών ερευνών. Μέχρι τότε, έλλειπε η έρευνα, που ως γνωστόν αποτελεί το υπόβαθρο της μεταλλείας.

Η αισιοδοξία των ιδιωτών για τη μεταλλεία ήταν πολύ μεγάλη, και οι ελπίδες για την ανεύρεση ακόμη και πολύτιμων λίθων έκαναν πολλές καρδιές να φτερουγίζουν. Έτσι ξεχύθηκε κόσμος στα βουνά και μάζευε κρυστάλλους που έλαμπαν, κι έπλαθε όνειρα, όχι πάντοτε χωρίς λόγο.

Γενική πάντως ήταν η διαπίστωση, ότι έλλειπε η έρευνα. Το ραβδάκι, που κάποτε αποτελούσε όργανο έρευνας και που έπαιξε σημαντικό ρόλο, ακόμη και στην Ευρώπη, ξεπεράστηκε. Η γεωλογική μελέτη του ελλαδικού χώρου ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Είχαν γίνει, βέβαια, σχετικές μελέτες από ξένους περιηγητές γεωγράφους, γεωλόγους και άλλους, μα τα περισσότερα τετραγωνάκια του γεωλογικού χάρτη της Ελλάδος ήταν άδεια και περίμεναν να συμπληρωθούν.

Χαρακτηριστικό είναι, ότι όλες οι μελέτες, που έγιναν την εποχή εκείνη, τελειώνουν με την πρόταση «απαιτείται έρευνα», αλλά με οργάνωση, δουλειά και υπομονή, με όλα τα μέσα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμη και σ΄ αυτά τα φυτά, γιατί στην Αμερική τα πειράματα είχαν δείξει, πως μερικά ψυχανθή μάζευαν σελήνιο, ένα χόρτο στις Νότιες Πολιτείες συγκέντρωνε τσίγκο και ορισμένα μανιτάρια αφομοίωναν το ζιρκόνιο και το χάφνιο (Hafnium), ενώ άλλα προτιμούσαν το γερμάνιο.

Η κρατική πολιτική στον τομέα της έρευνας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η πρωτοβουλία όμως, το θάρρος και η τόλμη, που έδειξαν τότε οι μεγάλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις στην έρευνα και στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, ήταν πράγματι αξιέπαινη. Προπάντων οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις Μποδοσάκη, Σκαλιστήρη, Ηλιόπουλου, Μπάρλου και οι επιχειρήσεις λευκολίθου.

Μεταπολεμικά (1947), με την «Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου», συνεργάσθηκε η Mediterranean Mines Inc, η οποία , ενισχυμένη και με κονδύλια της ανασυγκροτήσεως, εγκατέστησε στο Λαύριο εκσυχρονισμένα μηχανήματα εμπλουτισμού πτωχών μεταλλευμάτων, με τη μέθοδο της διαφορικής επιπλεύσεως (flotation).
Την ίδια εποχή, την πλειοψηφία των μετοχών της «Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» απέκτησε ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης, που με τη δραστηριότητά του της έδωσε πνοή, τονώνοντας ιδιαίτερα τον μεταλλευτικό της κλάδο. Η επιχείρηση αυτή το 1952, μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό, απέκτησε τα μεταλλευτικά δικαιώματα των δημοσίων νικελιούχων μεταλλείων στη Λάρυμνα, όπου και δημιούργησε μεταλλουργική μονάδα, οργανώνοντας την αξιοποίηση των μεταλλευμάτων σε νέα βάση.

Η παραγωγή της «Γαλλικής Εταιρίας Μεταλλείων Λαυρίου» το 1947 είχε φθάσει τους 5.000 τον. μεταλλικού μολύβδου, από τους οποίους οι 2.500 τον. ήταν καθαρός μόλυβδος (99,99%) και οι άλλοι 2.500 σκληρός μόλυβδος (95,5%). Παράλληλα, η παραγωγή μεταλλευμάτων βωξίτη, ενώ είχε παρουσιάσει κάμψη στην τριετία 1948-1950 (45.000 τον. τον χρόνο), ανέβηκε με αλματώδη ρυθμό, φθάνοντας το 1953 στους 328.241 τον, που πουλήθηκαν όλοι στο εξωτερικό.

Το ίδιο έγινε και με τους λευκόλιθους, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Το 1953 η παραγωγή των 106.938 τον. ήταν πολύ κατώτερη από την παραγωγή του 1938 (168.243 τον.). Ίσως, γιατί οι εξαγωγές ωμού λευκολίθου στην περίοδο 1948-50 ήταν ελάχιστες ( γύρω στους 2.000 τον. τον χρόνο). Αυτό ίσχυσε και για την παραγωγή της καυστικής μαγνησίας, που οι εξαγωγές της έφθασαν στους 303 τον. το 1948 και στους 79 τον. μόνο το 1949.

Το 1951 ιδρύθηκε από το Συγκρότημα Σκαλιστήρη η «Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος». Το 1971 η εταιρία αυτή μετονομάζεται σε «Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος - Μεταλλευτικαί, Βιομηχανικαί και Ναυτιλιακαί Εργασίαι», που ασχολείται με τα μεταλλεύματα βωξίτη και μαγγανίου.

Την ίδια εποχή ξένες μεταλλευτικές επιχειρήσεις έδειξαν ενδιαφέρον για την ανακάλυψη πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο.

Το 1952 ιδρύθηκε το «Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους» (Ι.Γ.Ε.Υ) και η «Γεωλογική Εταιρία». Η Γεωλογική Υπηρεσία, που είχε ιδρυθή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας, είχε πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες και δυνατότητες. Το Ι.Γ.Ε.Υ. ήταν μια ανάγκη για τη χώρα και με την ίδρυσή του άρχισε τη μελέτη της γεωλογίας της και γενικά του ορυκτού δυναμικού της. Στο μεταξύ είχε ιδρυθή το 1946 στο Πολυτεχνείο και το Τμήμα Μηχανικών Μεταλλειολόγων - Μεταλλουργών, που μπόρεσε να καλύψη αργότερα τις ανάγκες της χώρας σε μηχανικούς μεταλλείων.

Την ίδια χρονιά (1952), στο Στρατώνι Χαλκιδικής, άρχισε να λειτουργή το πρώτο από τα τρία σημερινά εργοστάσια εμπλουτισμού μεταλλευμάτων. Έτσι το 1953 αξιοποιήθηκαν και τα φτωχά μικτά θειούχα μεταλλεύματα της ανατολικής Χαλκιδικής, από τα οποία παράγονται τα συμπυκνωμένα μεταλλεύματα σφαλερίτη και γαληνίτη, που εξάγονται στο εξωτερικό. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργή και το θερμικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής του Αλιβερίου, με ισχύ 80.000 KW.

To 1953 το Ι.Γ.Ε.Υ. άρχισε μια σειρά νέων ερευνών για την ανακάλυψη ραδιενεργών ορυκτών.

Το 1954 εκδηλώνεται οικονομικό ενδιαφέρον για το αμιαντοφόρο κοίτασμα στο Ζιδάνι της Κοζάνης, που τα βέβαια αποθέματά του, εκτιμημένα μετά από επισταμένες έρευνες, ανέρχονται σε 20 εκατ. τον., με μία μέση περιεκτικότητα σε αμίαντο 4,5% (Κατά τη σύσκεψη της 15/11/78 στο Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενεργείας, αναφέρθηκαν αποθέματα αμιάντου της τάξεως των 100 εκατ. τον). Ενδιαφέρον εκδήλωσαν στην αρχή Έλληνες κι Αμερικανοί ιδιώτες και στη συνέχεια η αμερικανική μεταλλευτική εταιρία «Κennecott Copper Crp», που το 1955 ίδρυσε τη θυγατρική της εταιρία «Kembestos» η οποία, αφού έκαμε ως το 1964 πολλές έρευνες και 63 γεωτρήσεις, και επεξεργάστηκε σε Pilot Plant δείγματα και πυρήνες, παραχώρησε τα μεταλλευτικά της δικαιώματα στο Ελληνικό Δημόσιο, που κι αυτό τα μεταβίβασε στην Ε.Τ.Β.Α.

Το 1955, από τις εταιρίες Dresser Industries και Dresser A.G. Vaduz ιδρύθηκε η «Α.Ε. Μυκομπάρ Μεταλλευτική Εταιρία», με δραστηριότητα στη Μύκονο για βαριτίνη και στη Μήλο για μπεντονίτη.

Μετά τις καταστροφές, που έπαθαν κατά την πολεμική περίοδο τα μεταλλεία σιδηρομεταλλευμάτων, παρουσιάσθηκε κάμψη στην παραγωγή μεταλλευμάτων σιδήρου (μαγνητίτης, αιματίτης, λειμονίτης κ.α.). Από 350.000 τον., που ήταν προπολεμικά το 1952 μειώθηκε στους 158.000 τον., και το 1953 στους 88.000 τον. Το ίδιο έγινε και με άλλα μεταλλεύματα, με εξαίρεση τους λιγνίτες, που η παραγωγή τους αυξήθηκε στην περίοδο του πολέμου και της κατοχής (500.000 τον. τον χρόνο) και που η άνοδός τους συνεχίστηκε με κύρια χρήση την τροφοδότηση των θερμοηλεκτρικών εργοστασίων της Δ.Ε.Η.

Το 1957 το μεταλλείο λευκολίθου της Βάβδου Χαλκιδικής περιήλθε στην εταιρία «Magnomin» η οποία εγκατέστησε εκεί περιστροφικό κλίβανο, για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας σε βιομηχανική κλίμακα.

Μετά δύο χρόνια (1959) ιδρύεται η εταιρία «Ελληνικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική Βιομηχανική, Ναυτιλιακή και Εμπορική Εταιρία», με αξιόλογη στη συνέχεια δραστηριότητα στην αξιοποίηση των μεταλλευμάτων λευκολίθου του δημοσίου μεταλλείου Γερακινής Χαλκιδικής, με δύο περιστροφικούς κλιβάνους και με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. (Σημειώνεται εδώ, ότι ο λευκόλιθος, για να φθάση να αξιοποιηθή σε δίπυρη μαγνησία, πέρασε από διαδικασίες, που κράτησαν μισό περίπου αιώνα. Πολλοί ασχολήθηκαν με τον λευκόλιθο, όμως τη σημαντική πυρίμαχη ιδιότητά του δεν την είχαν προσέξει. Εξάλλου, ως το 1950 επικρατούσε η άποψη ότι ειδικά ο ελληνικός λευκόλιθος δεν καμινεύεται σε δίπυρη μαγνησία, άποψη που ξεπεράσθηκε το 1958, ύστερα από πολλές προσπάθειες. Έτσι, στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν και τα πιο πτωχά μεταλλεύματα λευκολίθου με μηχανοποιημένη διαλογή, που την ακολουθούσε εκκαμίνευση).

Τα λατομικά προϊόντα, στη μεταπολεμική περίοδο ως το 1953, παρουσίασαν αύξηση την παραγωγή, εκτός από τη θηραϊκή γη, που το 1953, είχε πέσει κοντά στο ? της παραγωγής του 1938 (1938 : 149.729 τον. , 1953 : 40.000 τον.). Μεγάλη άνοδο παρουσίασαν τα μάρμαρα, ο καολίνης και ο γύψος.
Στα φυσικά μεταλλεύματα η παραγωγή στην πενταετία 1956-1960 σχεδόν διπλασιάσθηκε (1956: 2.114.759 τον., 1960: 4.140.257 τον), σημειώνοντας μεγαλύτερη αύξηση στον λευκόλιθο, στη βαριτίνη, στο μαγγάνιο και στον λιγνίτη. Αντίθετα, στα εμπλουτισμένα μεταλλεύματα και στα προϊόντα κατεργασίας η παραγωγή έμεινε σχεδόν σταθερή, με κάποια ανοδική πορεία στη διετία 1957 και 1958.

Από τα προϊόντα καμινείας ανοδική πορεία σημείωσαν η καυστική και η δίπυρη μαγνησία. Η δεύτερη άρχισε να παράγεται στην Ελλάδα σε βιομηχανική κλίμακα από το 1958.
Στην περίοδο 1956-1960, ιδιαίτερη άνοδο παρουσίασε η θηραϊκή γη, ενώ στα μάρμαρα επταπλασιάσθηκε η παραγωγή (1956: 3.000 κυβ. μ., 1960 : 20.000 κυβ. μ.). Επίσης, αύξηση σημείωσαν και ο μπεντονίτης και ο περλίτης, που η παραγωγή του ξανάρχισε το 1958 (Παραγωγή περλίτη γινόταν και προπολεμικά, αλλά με την ονομασία «ζαχαρόπετρα»).

Το 1960 οι πωλήσεις στο εξωτερικό απέφεραν 572 περίπου εκατ. δρχ. με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαγωγές βωξίτη, βαριτίνης και σιδηρομεταλλευμάτων. Δυστυχώς, όμως, σε λίγο η επιχείρηση των σιδηρομεταλλευμάτων στη Θάσο «Α. Χονδροδήμος», καταποντίσθηκε, γιατί στην Αφρική και αλλού βρέθηκαν σιδηρομεταλλεύματα με διπλάσια σχεδόν περιεκτικότητα σε σίδηρο. Αυτή εξάλλου είναι η μοίρα των μεταλλείων, όταν σε κάποια άλλη γωνιά της γης βρεθούν κοιτάσματα πλουσιότερα.

Στη χρονιά του 1960 διακρίνονται για τη δραστηριότητά τους :

  • Δύο επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται βαριτίνη στη Μήλο και στη Μύκονο.
  • Πέντε , που εκμεταλλεύονται βωξίτες στον Παρνασσό, στο Δίστομο, στον Ελικώνα, στη Μάνδρα Ελευσίνας και στη Γραβιά (Ο Γεώργιος Λ. Μπάρλος αποχώρησε τότε από την «Α.Μ.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς» και ίδρυσε αρχικά (1960) ατομική επιχείρηση, που το 1964 μετέτρεψε σε «Α.Ε. Ελληνικοί Βωξίται Ελικώνος Γεώργιος Λ. Μπάρλος»).
  • Δύο, που εκμεταλλεύονται θηραϊκή γη.
  • Τρεις, που εκμεταλλεύονται καολίνη, μπεντονίτη και περλίτη στη Μήλο.
  • Μια, που εκμεταλλεύεται μαγγάνιο στη Δράμα.
  • Τρεις που εκμεταλλεύονται μεταλλεύματα μολύβδου στο Λαύριο και στη Χαλκιδική.
  • Ένδεκα, που εκμεταλλεύονται λευκόλιθο στην Εύβοια και στη Χαλκιδική.
  • Μια, που εκμεταλλεύεται νικελιούχα μεταλλεύματα.
  • Μία, που εκμεταλλεύεται σιδηρομεταλλεύματα στη Θάσο.
  • Γύρω, στις 27 επιχειρήσεις, που παράγουν λιγνίτες.

...Και μερικές άλλες μικρότερες επιχειρήσεις, που παράγουν διάφορα μεταλλεύματα.

 

Περίοδος 1961 - 1979

Η περίοδος από το 1961 έως το 1979 είναι η σημαντικότερη στη νεώτερη μεταλλευτική ιστορία της Ελλάδος. Η ελληνική μεταλλεία στην περίοδο αυτή πήρε τις πιο σημαντικές διαστάσεις και καταδείχθηκε, ότι το υπέδαφος του ελλαδικού χώρου έχει πάνω από 50 είδη ορυκτών υλών, που 20 απ΄ αυτά - ανάμεσα τους και πολλά στρατηγικής σημασίας - είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα.

Οι έρευνες πια άρχισαν να γίνονται οργανωμένα και με τα πιο σύγχρονα μέσα, με συνέπεια να αυξάνονται τ΄ αποθέματα και να βρίσκονται καινούργιες μεταλλοφόρες περιοχές. Το 1962 μάλιστα έγιναν γνωστές και 40 περιοχές (οι 32 στη Μακεδονία και στη Θράκη) με ραδιενεργά μεταλλεύματα (καταλληλότερη για δοκιμαστικές έρευνες κρίθηκε η περιοχή Βάθης στο Κιλκίς).

Η παραγωγή μεταλλευμάτων και ορυκτών αυξάνει με γοργό ρυθμό και τα προϊόντα της εξάγονται μεταποιημένα στις αγορές του εξωτερικού. Έτσι, στη χώρα μπαίνει περισσότερο συνάλλαγμα, που κάνει τη μεταλλεία και τις συναφείς δραστηριότητες πρώτο εξαγωγικό τομέα της χώρας, μια και από το 1969 ξεπέρασε κι αυτόν τον καπνό.
Παράλληλα, οι επενδύσεις κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων αυξάνονται γοργά κι αυτές ενώ αρχίζουν να παίρνονται αποφασιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.

Η επιστημονική και η τεχνική κατάρτιση του προσωπικού, που απασχολείται στις μεταλλευτικές και τις μεταλλουργικές επιχειρήσεις, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε τους ξένους.

Στην περίοδο αυτή συγκροτούνται καινούργιες μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα:

  • Το 1961 ιδρύεται η εταιρία «Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.Β.Ε.», η οποία παράγει από τα μεταλλεύματα του βωξίτη αλουμίνα και αλουμίνιο, που η ζήτηση τους στην παγκόσμια αγορά αυξάνει γρήγορα.
  • Το 1963 η «Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» ιδρύει ανεξάρτητο φορέα για την εκμετάλλευση και τη μεταλλουργική επεξεργασία των νικελιούχων μεταλλευμάτων στη Λάρυμνα και στην Εύβοια. Είναι η «Α.Ε. ΛΑΡΚΟ», που με αλματώδη ρυθμό ανέπτυξε μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα κι αξιοποίησε τους πτωχούς σε περιεκτικότητα νικελίου λατερίτες, με ελληνική τεχνολογία, παράγοντας απ΄ αυτούς σιδηρονικέλιο.
  • Το 1967 ιδρύεται η «Α.Β.Μ.Ε. Ελληνικοί Βωξίται Διστόμου» και η «Μακεδονικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική, Βιομηχανική και Ναυτιλιακή Εταιρία».
  • Το 1971 ιδρύεται η «Ανώνυμος Μεταλλευτική, Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία Μαγνησίτου Α.Ε.».

Παράλληλα δημιουργούνται οι πιστωτικοί οργανισμοί ΕΤΒΑ («Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως» η οποία διεδέχθη τον «Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως (Ο.Β.Α.) και ΕΤΕΒΑ (Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως), που για κύριο σκοπό τους έχουν την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας γενικά.

Το 1973 και το 1976 αναπροσαρμόζεται η μεταλλευτική νομοθεσία και το 1977 η λατομική. Μετά και από την έντονη παρέμβαση του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων τα νομοθετήματα ΝΔ 1078/71, 1312/72, Ν 542/77 και 849/78 καθώς και οι μετέπειτα ισχύοντες αναπτυξιακοί νόμοι 1116/81, 1262/82 παρέχουν ειδικά κίνητρα στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Σημαντικοί νόμοι που επηρεάζουν τον κλάδο είναι και ο Ν. 669/77 και 998/79 περί προστασίας δασών.

Παραστατική εικόνα της ανοδικής πορείας, που ακολούθησε η ελληνική μεταλλεία κατά την ιστορούμενη περίοδο, δίνουν τα παρακάτω κατά τομείς στοιχεία, που αποτελούν επιτυχίες της, στην περίοδο 1964-1976 (1978).

Έρευνες και αποθέματα
Εκτός από τις έρευνες (γεωλογικές, γεωφυσικές, γεωχημικές κι εργαστηριακές, με παράλληλη ανάπτυξη της εφαρμοσμένης γεωλογίας και κοιτασματολογίας) η αποκαλυπτική έρευνα με γεωτρήσεις βρίσκεται σε υψηλό σημείο. Στην ίδια περίοδο το συνολικό βάθος των γεωτρήσεων που εκτελέστηκαν για τον εντοπισμό συγκεντρώσεων μεταλλευμάτων, ανέρχεται σε πάνω από 3.300.000 μέτρα, χωρίς να υπολογισθούν οι γεωτρήσεις, που έγιναν για την ανακάλυψη πετρελαίου.

Με τη γεωτρητική αυτή έρευνα αυξήθηκαν τα διαπιστωμένα αποθέματα μεταλλευμάτων και ορυκτών σε σημαντικό βαθμό. Ειδικότερα, κατά το διάστημα 1966-1976 τα βέβαια αποθέματα βωξίτη αυξήθηκαν κατά 100 εκατ. τον., τα νικελιούχα μεταλλεύματα κατά 280 εκατ. τον. τα μικτά θειούχα κατά 10 εκατ. τον., τα αποθέματα λευκολίθου κατά 25 εκατ. τον. και τα αποθέματα περλίτη κατά 200 εκατ. τον.

Για τις έρευνες αυτές μόνο οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις το ίδιο χρονικό διάστημα δαπάνησαν γύρω στα 2 δισεκ. δρχ.

Επίσης οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, για ερευνητικούς και παραγωγικούς σκοπούς, άνοιξαν καινούργιες υπόγειες στοές ή προχώρησαν παλαιές συνολικού μήκους 126 χιλιομέτρων.

Στα παραπάνω αποθέματα δεν συμπεριλαμβάνονται οι λιγνίτες, που τα βεβαιωμένο δυναμικό τους το 1977 έφθασε στους 3,5 δισεκ. τον. (το 1964 τα αποθέματα λιγνίτη υπολογίζονταν σε 1 δισεκ. τον.) περίπου, μ΄ ένα ποσοστό 65% για απόληψη ( 2,2 δισεκ. τον.).

Έρευνες άρχισαν επίσης το 1972 και στα ραδιενεργά ορυκτά της Μακεδονίας και Θράκης από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας (Ε.Ε.Α.Ε.).

Βασικά, φορείς της μεταλλευτικής έρευνας αυτό το χρονικό διάστημα ήταν, το Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενεργείας, το «Ίδρυμα Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών» (Ι.Γ.Μ.Ε.), η «Δημοσία Επιχείρηση Ηλεκτρισμού» (Δ.Ε.Η.), η»Δημοσία Επιχείρησις Πετρελαίων» (Δ.Ε.Π.), η «Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας» (Ε.Ε.Α.Ε.), η «Γενική Εταιρία Μεταλλευτικών Ερευνών και Εκμεταλλεύσεων» (Γ.Ε.Μ.Ε.Ε.), θυγατρικές εταιρίες της «Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως» (Ε.Τ.Β.Α.) και οι ιδιωτικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

Παραγωγή
Η παραγωγή μεταλλευμάτων στην κατάσταση εξορύξεώς τους (φυσικά μεταλλεύματα), το 1967 ήταν 8.123.477 τον. Και το 1976 έφθασε στους 29.454.529 τον. Δηλαδή αυξήθηκε κατά 263%. Τα μεταλλευτικά προϊόντα με μηχανική επεξεργασία κι εμπλουτισμό, δεν παρουσίασαν πολύ μεγάλες διαφορές : το 1967 278.406 τον. Και το 1976 380.526 τον. ( αύξηση 37%).

Σε ό,τι αφορά, όμως, τα μεταλλουργικά προϊόντα, η παραγωγική δραστηριότης ήταν σημαντική. Κι αυτό πιο πολύ, γιατί αυξήθηκε η παραγωγή της αλουμίνας, του αλουμινίου, του νικελίου και της καυστικής και δίπυρης μαγνησίας. Η συνολική παραγωγή αυτών των προϊόντων το 1967 ήταν 401.137 τον. ενώ το 1976 έφθασε στους 1.015.575 τον. δηλαδή αυξήθηκε κατά 153%.

Η παραγωγή λιγνίτη έφθασε το 1977 στους 23,5 εκατ. τον. με συμμετοχή 97% περίπου των δύο μεγάλων λιγνιτικών κέντρων της Πτολεμαίδας και της Μεγαλουπόλεως (παραγωγή 1959 : 1,6 εκατ. τον.).

Τέλος η παραγωγή τσιμέντου από 399.000 τον. το 1950 και 1.582.000 τον. το 1960, έφθασε το 1977 στους 11.000.000 τον. περίπου.

Εξαγωγές
Η αξία των εξαγωγών των μεταλλευμάτων, των προϊόντων επεξεργασίας κι εμπλουτισμού τους, των λατομικών προϊόντων και των προϊόντων που προέρχονται από την κατεργασία εγχωρίων πρώτων υλών (νικέλιο, αλουμίνα, αλουμίνιο, τσιμέντο) το 1964 ήταν 630.016.000 δρχ. Μετά 13 χρόνια, το 1976, ανέβηκε στις 14.544.138.000 δρχ. Η διαφορά αυτή δίνει στα δεκατρία χρόνια μια ποσοστιαία αύξηση 2.209% στην αξία των εξαγωγών, πράγμα που αδιάψευστα καταδεικνύει την αλματώδη άνοδο της παραγωγής ορυκτού πλούτου και τη συμβολή του στην εθνική οικονομία της χώρας μας. Παράλληλα τριπλασιάστηκαν σχεδόν και οι εξαγωγές λατομικών προϊόντων, με σημαντική αύξηση της εξαγωγικής βάσεως στα μάρμαρα ( 1966 : 30.858.000 δρχ. , 1976 : 315.012.000 δρχ.). Θα μπορούσε βέβαια, να υποστηριχθή, ότι η τόσο μεγάλη αύξηση της αξίας των εξαγωγών από το 1964 έως το 1976 οφείλεται και στον πληθωρισμό. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, έχει πολύ μικρή σημασία, γιατί οι ρυθμοί του απέχουν πολύ από το ποσοστό αυξήσεως της αξίας των εξαγωγών ( 2.209%).

Αξιοσημείωτο εδώ είναι, ότι η αξία των εξαγωγών της χώρας για όλα τα είδη των προϊόντων της (γεωργικά και βιομηχανικά) το 1964, ήταν 9.252.719.000 δρχ. με συμμετοχή του ορυκτού πλούτου 6,81%, ενώ το 1976, που οι συνολικές εξαγωγές της χώρας έφθασαν στην αξία των 93.811.500.000 δρχ. ο ορυκτός πλούτος παρουσίασε υπερδιπλάσια συμμετοχή σ΄ αυτές (15,5%).

Εσωτερική κατανάλωση
Ο ορυκτός πλούτος κάθε χώρας αποτελεί το υπόβαθρο στην εκβιομηχάνισή της.

Τα παρακάτω στοιχεία δείχνουν παραστατικά τη συμμετοχή του ορυκτού πλούτου μας στην εκβιομηχάνιση της χώρας μας:

  • Το 1960 η αξία των μεταλλευμάτων και των προϊόντων τους, που διακινήθηκαν στην χώρα, ήταν της τάξεως των 280.000.000 δρχ. περίπου.
  • Το 1965 ανέβηκε στις 506.971.311 δρχ. και το 1976 στις 1.706.422.242 δρχ. Παράλληλα τριπλασιάστηκε σε ποσότητα η εσωτερική κατανάλωση στα λατομικά ορυκτά.
  • Στην περίοδο 1965 - 1976 η εσωτερική κατανάλωση πρώτων υλών από το υπέδαφος της χώρας υπερτριπλασιάστηκε, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ΄ αυτήν η τεράστια κατανάλωση του ελληνικού λιγνίτη, που το μεγαλύτερο ποσοστό του ( 90%) χρησιμοποιείται σήμερα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο (10%) για άλλες χρήσεις.

Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των λιγνιτικών θερμοηλεκτρικών μονάδων της χώρας έφθασε το 1978 στα 1.915 ΜW, δηλαδή το 42% όλης της εγκατεστημένης ισχύος του διασυνδεδεμένου συστήματος (ηπειρωτική χώρα). Μόνο στην Πτολεμαίδα, όπου και τα μεγαλύτερα λιγνιτικά αποθέματα, η εγκατεστημένη ισχύς φθάνει στα 1.265 ΜW. Το δεύτερο ηλεκτροενεργειακό κέντρο, με ισχύ 550 ΜW, βρίσκεται στη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου, κοντά στο εκεί κοίτασμα λιγνίτη. Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι η συμμετοχή του λιγνίτη στην καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνει σταθερά τα τελευταία χρόνια. Το 1975 έφθασε στο 50% περίπου ( έναντι του 36% το 1972 ) και το 1976 στο 55,2% (από τις 16.323 εκατ. kwh, που φθάνει όλη η παραγόμενη ενέργεια, οι 9.007 εκατ. wh παράγονται με λιγνίτη και οι υπόλοιπες με πετρέλαιο και υδατοπτώσεις).

Έτσι, ο εγχώριος λιγνίτης αποτελεί για την ώρα την κυριότερη ενεργειακή πηγή.

Κατανάλωση μεταλλευμάτων – προϊόντων εμπλουτισμού – μεταλλουργικών στο εσωτερικό της χώρας

Έτος Αξία σε δραχμές Έτος Αξία σε δραχμές
1965 506.971.311 1971 1.144.550.545
1966 643.299.705 1972 1.061.499.919
1967 714.359.322 1973 1.636.994.702
1968 729.315.387 1974 2.328.659.251
1969 906.942.628 1975 1.408.547.712
1970 993.981.210 1976 1.706.422.242

Πηγή: ∆ελτίο Μεταλλευτικής Κινήσεως Υ.Β.Ε.

Απασχόληση
Η ελληνική μεταλλεία, με δραστηριότητα που στο σύνολό της μακριά από αστικά κέντρα (αρκετές μάλιστα στα παραμεθόρια), συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου με συνέπεια τη διατήρηση του πληθυσμού σ΄ αυτήν και τον αντίστοιχο περιορισμό της μεταναστεύσεως. Στα δώδεκα χρόνια 1965-1976 παρ΄ όλο που η μηχανοποίηση της εκμεταλλεύσεως των μεταλλείων επεκτάθηκε, η απασχόληση του προσωπικού αυξήθηκε. Το 1965 στον μεταλλευτικό τομέα εργάζονταν 10.407 εργατοϋπάλληλοι, που το 1976 έγιναν 16.413.

Μέσα στη 10ετία του 70 το εργαζόμενο στα μεταλλευτικά συγκροτήματα δυναμικό γίνεται πλέον εξειδικευμένο, ενώ οι συνθήκες εργασίας του, μέσω της μηχανοποίησης βελτιώνονται σημαντικά.

Απασχόληση προσωπικού στα μεταλλευτικά συγκροτήματα

Έτος Μέσος όρος απασχολημένων ημερησίως Πραγματοποιηθέντα ημερομίσθια
1965 10.407 3.122.356
1966 10.779 3.233.771
1967 10.300 3.090.293
1968 10.684 3.205.267
1969 11.751 3.525.589
1970 12.359 3.707.710
1971 13.227 3.968.135
1972 12.706 3.811.870
1973 13.967 4.190.094
1974 15.052 4.515.903
1975 18.812 5.643.847
1976 16.413 4.923.809

Πηγή: ∆ελτίο Μεταλλευτικής Κινήσεως Υ.Β.Ε.

 

Επενδύσεις
Ανοδική ήταν και η καμπύλη, που διέγραψαν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στις κυριότερες μονάδες της μεταλλείας. Οι επενδύσεις αυτές, που αποτελούν το 70% περίπου των συνολικών επενδύσεων στον τομέα ορυχεία - λατομεία (το υπόλοιπο 30% είναι του Δημοσίου), από 418 εκατ. δρχ. που ήταν το 1965, το 1976 έφθασαν στις 3.019 εκατ. δρχ. Ως το 1969 οι επενδύσεις ακολούθησαν μέτρια αυξητική πορεία για να σημειώσουν σημαντική άνοδο από το 1970 και μετά.

Η ανοδική πορεία των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου από τα μεταλλευτικά συγκροτήματα φαίνεται καλύτερα, αν συγκριθεί με το σύνολο των επενδύσεων, που έγιναν στις μεταποιήσεις του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας:

Έτος Επενδύσεις στον τομέα της μεταποιήσεως
(ιδιωτικός και δημόσιος) σε δραχμές
Επενδύσεις μεταλλευτικού κλάδου
(ιδιωτικός τομέας) σε δραχμές
Ποσοστιαία συμμετοχή των επενδύσεων
των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στο σύνολο
1965 5.778.000.000 418.000.000 7
1966 5.813.000.000 420.000.000 7
1967 5.461.000.000 539.000.000 10
1968 6.828.000.000 563.000.000 8
1969 7.777.000.000 591.000.000 8
1970 10.044.000.000 1.067.000.000 11
1971 12.413.000.000 1.892.000.000 15
1972 16.688.000.000 1.295.000.000 8
1973 20.919.000.000 1.705.000.000 8
1974 25.882.000.000 2.180.000.000 8
1975 26.584.000.000 2.177.000.000 8
1976 31.346.000.000 3.019.000.000 10
Σύνολο 175.533.000.000 15.866.000.000 9%

Πηγή: Εθνικοί Λογαριασμοί


Οι επενδύσεις, που προγραμματίσθηκαν από το 1974 έως το 1979 έφθασαν στο ύψος των 24 δισεκατ. δρχ. και στο μεγαλύτερό τους μέρος αφορούν στην αξιοποίηση των βωξιτών ( αλουμινίου), των νικελιούχων μεταλλευμάτων, των μικτών θειούχων και των λευκολίθων.

Για τους λιγνίτες, οι επενδύσεις της ΔΕΗ σε εγκαταστάσεις ορυχείων στο ίδιο χρονικό διάστημα (1974-1978) ανήλθαν σε έξι δισεκατ. περίπου δρχ.

Από τον Δεκέμβριο του 1975 η ΛΙΠΤΟΛ, που εκμεταλλευόταν τα μεγάλα λιγνιτωρυχεία Πτολεμαίδας, συγχωνεύτηκε με την ΔΕΗ που εκμεταλλευόταν τα λιγνιτωρυχεία της Μεγαλουπόλεως και του Αλιβερίου. Προς το τέλος της δεκαετίας του 70, η ΔΕΗ αρχίζει να αξιοποιεί και τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτου της περιοχής Αμυνταίου. Το ίδιο χρονικό διάστημα τελευταία χρόνια, δραστηριοποιήθηκαν και πολλά άλλα μικρά ιδιωτικά λιγνιτωρυχεία, από τα οποία η ΔΕΗ προμηθεύει λιγνίτη για τις ανάγκες κυρίως του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου του Αλιβερίου, που τα αποθέματά του σε κοιτάσματα λιγνίτη έχουν σχεδόν εξαντληθεί.

Όλες οι πιο πάνω μεγάλες για τα ελληνικά μέτρα επενδύσεις, κατά την ιστορούμενη περίοδο στην ελληνική μεταλλεία, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της αξιοποιήσεως του ορυκτού πλούτου της χώρας, με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων και μηχανημάτων απολήψεώς του και με την καθετοποίηση της παραγωγής - μεταλλευτικής και μεταλλουργικής - επιτεύγματα που τόνωσαν την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.

ΠΗΓΗ: 1979 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ (ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΗ ΣΜΕ)

 

Περίοδος 1980 - 1989

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 οι δυσμενείς συγκυρίες στις διεθνείς αγορές μεταλλευμάτων κυρίως αλλά και οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σ΄ αυτές, οδήγησαν μία σειρά από μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις μέλη του ΣΜΕ σε μαρασμό, στην υπαγωγή τους στην κατηγορία των προβληματικών επιχειρήσεων και ορισμένες από αυτές σε κλείσιμο.

Σημαντική εξέλιξη που δημιούργησε θεμελιώδεις ανακατατάξεις σ΄ όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας και φυσικά επηρέασε και την ελλαδική μεταλλεία ήταν η πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα.

Αποκαλυπτική ήταν η ομιλία του αείμνηστου Προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Αλέξανδρου Αθανασιάδη στην Γενική Συνέλευση των μελών το 1981.

Παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα.

« Ο μεταλλευτικός κλάδος, περνά μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις των τελευταίων χρόνων. Έφθασε και σε μας ο αντίκτυπος της οικονομικής αναταραχής που συγκλονίζει τον κόσμο. Τα αίτια ως γνωστό, ανάγονται στην ενεργειακή κρίση αλλά και στις εκφάνσεις του οικονομικού κύκλου. Θα απαιτηθούν δε ειδικότεροι χειρισμοί σε κάθε χώρα για να επαναφερθεί το σκάφος της οικονομίας στην κανονική του πορεία. Το τελευταίο αυτό πάντως είναι άγνωστό, κατά τη στιγμή τούτη, πως θα γίνει και πότε θα γίνει.

Η δύσκολη φάση για την ελληνική οικονομία συμπίπτει με την αρχή της ένταξής μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και της λειτουργίας αφ΄ ενός των μηχανισμών προσαρμογής που πρέπει να ενεργοποιηθούν κατά την μεταβατική περίοδο, αφ΄ ετέρου της εφαρμογής όρων της συμφωνίας προσχωρήσεως που ως γνωστό συνεπάγονται σε πλείστους τομείς άμεσες μεταβολές και αναδιαρθρώσεις οι οποίες είναι φυσικό να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα σε εθνική κλίμακα.

Για τις κατ΄ εξοχήν εξαγωγικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις οι προοπτικές που διαγράφονται με την ένταξη δεν προοιωνίζουν ιδιαίτερα προβλήματα εφ΄ όσον όπως και στο παρελθόν επανειλημμένα τονίσθηκε απ΄ τη θέση αυτή, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών μεταλλευτικών και μεταλλουργικών προϊόντων και των βιομηχανικών επεξεργασμένων ορυκτών διοχετεύονται στις αγορές των χωρών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Προβάλλει ωστόσο η επιτακτική ανάγκη ισχυροποιήσεως των ελληνικών μεταλλευτικών μονάδων για να μπορέσουν να επιβιώσουν σ΄ ένα δύσκολο στο εξής στίβο, όπου θα διακινούνται ελεύθερα τα κοινοτικά κεφάλαια και ελεύθερο θα είναι το δικαίωμα της εγκαταστάσεως. Γιατί ο ελληνικός μεταλλευτικός χώρος καθίσταται πια τμήμα του κοινοτικού χώρου και οι επιχειρηματικοί κοινοτικοί φορείς θα είναι καθόλα ισότιμοι με τους ελληνικούς από την άποψη του μεταλλευτικού μας δικαίου.

Επανειλημμένα έχει τονισθεί επίσης από τον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων η ανάγκη να χαραχθεί και να εφαρμοσθεί μία μόνιμη, σαφής και αποτελεσματική μεταλλευτική πολιτική, που θα θεσπίσει μέτρα προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τις ιδιοτυπίες της μεταλλευτικής οικονομίας. Και θα θέσει μακρόπνοους στόχους, κινητοποιώντας όλους τους δυναμικούς συντελεστές της, και ειδικότερα την ιδιωτική πρωτοβουλία στην οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο το έργο που επιτελέσθηκε μέχρι σήμερα.

Δεν υπήρξαν όμως μέχρι στιγμής ουσιαστικές διαφοροποιήσεις προς αυτή την κατεύθυνση και η ένταξη που συνεπάγεται θεμελιώσεις ανακατατάξεις σ΄ όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας μας βρίσκει με μια μεταλλευτική πολιτική που την χαρακτηρίζει περισσότερο η ασάφεια, η διστακτικότητα ή και ο αυτοσχεδιασμός. Και το σπουδαιότερο με τον κρατικό φορέα να παρεμβαίνει και να υποκαθίσταται συχνά στο έργο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή να αναλαμβάνει επιχειρηματική δράση και σε τομείς που δεν είναι πρόσφοροι με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και επομένως έχουν υψηλό κοινωνικό κόστος.

Επιμείναμε επίσης και εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε ότι οι ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις στις οποίες οφείλεται το γεγονός ότι το συντριπτικό μεγαλύτερο μέρος του εθνικού ορυκτού πλούτου βρίσκεται σε ελληνικά χέρια, πρέπει να αποκτήσουν δυνατή θωράκιση ώστε ν΄ αντέξουν στις πιέσεις που θα δημιουργούνται στο εξής από την είσοδο των νέων ανταγωνιστικών εταίρων, των κοινοτικών ανταγωνιστών. Ισχυρότεροι, πολύπλευρα δικτυωμένοι, με μεγαλύτερη ίσως επιχειρηματική πείρα, είναι φυσικό να επωφεληθούν από υπάρχουσες αδυναμίες, θεσμικές μας ατέλειες ή την ανεπαρκή προετοιμασία μας και να δυσχεράνουν τη θέση των ελληνικών επιχειρηματικών φορέων να τους αποδυναμώσουν ή ακόμα και να τους εκτοπίσουν, πράγμα που στην περίπτωση του ορυκτού πλούτου σημαίνει ουσιαστικά απώλεια της ελληνικότητάς του».

Την ίδια δεκαετία γίνεται φανερή η αύξηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων στην παραγωγή βιομηχανικών ορυκτών έναντι των μεταλλευμάτων και γίνεται στροφή προς αυτή την κατεύθυνση.

Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις, προωθούν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας για την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών τους με έκδηλα όμως τα σημάδια της ύφεσης που πλήττει τον κλάδο, πάνω σ΄ αυτές του τις προσπάθειες.


 

Στους κυριότερους τομείς η κατάσταση στον κλάδο
για την δεκαετία του ΄80 περιγράφεται στους παρακάτω πίνακες:

Πίνακες 1 - 11 (πατήστε εδω για άνοιγμα)



 

Για την δεκαετία που αναφερόμαστε παραθέτουμε τα εξής σημαντικά και ενδεικτικά στοιχεία που περιγράφουν την πορεία επιμέρους τομέων του κλάδου:

Βωξίτης, αλούμινα, αλουμίνιο

  • Προς το τέλος της δεκαετίας έχουμε την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στις ανατολικές χώρες και την κατάρρευση των οικονομικών τους. Αυτό επηρέασε σημαντικά τις εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών και ιδιαίτερα του βωξίτη με αποτέλεσμα την συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής, ανακατατάξεις στον χώρο, επαναπροσανατολισμό της εμπορικής πολιτικής των εταιρειών και την λήψη αναγκαίων οργανωτικών μέτρων.
  • Επιδοτείται η παραγωγή βωξίτη τρίτων χωρών από τα κοινοτικά ταμεία με βάση την εφαρμογή της συνθήκης LOME.

Λευκόλιθος

  • Συντελείται πλήρης καθετοποίηση της παραγωγής λευκολίθου από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, με εφαρμογή αντίστοιχης τεχνολογίας αιχμής, Η καυστική μαγνησία καλύπτει πλέον ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών, όπως δομικές κατασκευές , παραγωγή ηλεκτροτετηγμένης μαγνησίας, χαρτοβιομηχανία, βιομηχανία πλαστικών, κεραμικών, ρητινών, μεταλλουργία, πετροχημικά, ζωοτροφές; Λιπάσματα, φαρμακοβιομηχανία κ.ά. Επίσης εμφανίζεται σημαντική αύξηση ζήτησης πυρίμαχων από την χαλυβουργία, την υαλουργία, την τσιμεντοβιομηχανία κ.ά.
  • Τα κυριότερα προϊόντα της δίπυρης και καυστικής μαγνησίας δέχονται τον έντονο ανταγωνισμό της Κίνας η οποία καταγγέλλεται για πολιτική dumping.

Μικτά θειούχα μεταλλεύματα

  • Ο τομέας αυτός δοκιμάζεται σκληρά λόγω των χαμηλών τιμών που επικρατούν στις διεθνείς αγορές και τις εγγενείς δυσκολίες της εθνικής παραγωγής. Η παραγωγή βαίνει σημαντικά μειούμενη.
  • Μηδενίζονται σχεδόν οι εξαγωγές του χρυσοφόρου σιδηροπυρίτη της Ολυμπιάδος.
  • Παρατηρείται μεγάλη αύξηση της αξίας των εξαγωγών σε σφαλερίτη (ZnS).

Σιδηρονικελιούχα μεταλλεύματα Νικέλιο

  • Οι εξαγωγές Νικελίου αποτελούν το 29,2% του συνόλου της αξίας των εξαγωγών των μεταλλευτικών - μεταλλουργικών προϊόντων φτάνοντας στο ύψος ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα των 30 δις δρχ. το 1989.


Βιομηχανικά Ορυκτά

  • Σημειώνεται πολύ μεγάλη ανάπτυξη σε παραγωγή και εξαγωγές του μπεντονίτη και του περλίτη. Η εθνική παραγωγή παίρνει παγκόσμια ηγετική θέση.
  • Σε όλη την δεκαετία 1980 - 1989 η συνολική παραγωγή των βιομηχανικών ορυκτών κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα φτάνοντας το 1989 τους 2.249,1 χιλ. τον. ορυκτών σε φυσική κατάσταση. Ακόμη εντυπωσιακότερη είναι η εξέλιξη της παραγωγής σε ορυκτά επεξεργασμένα φτάνοντας το 1989 τους 789,6 χιλ. τον.

ΠΗΓΗ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

 

Περίοδος 1990 - 1999

Στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας αυτής συνεχίζονται τα σοβαρά προβλήματα λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης που κληροδότησε ή προηγούμενη δεκαετία. Η παρατεταμένη διατήρηση χαμηλών τιμών των μεταλλευτικών και μεταλλουργικών προϊόντων, η συνεχιζόμενη αδυναμία απορρόφησης ελληνικών προϊόντων από παραδοσιακές αγορές σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό των προϊόντων μας από χώρες του τρίτου κόσμου (υποστηριζόμενες από κοινοτικούς πόρους) όσο και από άλλες χώρες (Λ.Δ.Κίνας) που διαθέτουν στην διεθνή και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή αγορά ομοειδή μεταλλευτικά και μεταλλουργικά προϊόντα υπό συνθήκες DUMPING, καθώς και η έλλειψη «κοινοτικής συμπαράστασης» για τα επί κοινοτικού εδάφους παραγόμενα μεταλλευτικά προϊόντα συνιστούν τα βασικά προβλήματα της κατ΄ εξοχήν εξαγωγικού προσανατολισμού, ελληνικής μεταλλείας.

Στο εσωτερικό τα πειράματα ιδιοκτησιακού καθεστώτος, διοίκησης και οργάνωσης προβληματικών μεταλλευτικών παραγωγικών μονάδων και επιχειρήσεων δεν φέρνουν ουσιαστική βελτίωση της οικονομικής τους εικόνας και αρκετές από αυτές (Μεταλλεία Κασσάνδρας FIMISCO κ.ά.) οδηγούνται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.
Λόγω παρόμοιων προβλημάτων της παραγωγού εταιρείας αλλά και του διεθνούς ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη διατήρηση χαμηλών τιμών των μεταλλευτικών προϊόντων σταματά το 1993 η ιστορική παραγωγή χρωμίτη - σιδηροχρωμίου.

Στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας εμφανίζονται σαφή σημεία διεθνούς ανάκαμψης στο κλάδο και αρκετά ελληνικά μεταλλευτικά προϊόντα κερδίζουν και πάλι έδαφος στην παγκόσμια αγορά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο μπεντονίτης φτάνει στο υψηλότερο ιστορικό επίπεδο πωλήσεων, το ίδιο και η παραγωγή και οι πωλήσεις νικελίου ενώ οι εξαγωγές περλίτη και βωξίτη σημειώνουν αύξηση 25% έναντι των μεγεθών του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας. Σημαντική αύξηση παραγωγής και πωλήσεων σημειώνεται και σε όλα γενικώς τα προϊόντα του κλάδου.

Μεταβιβάζονται οι μεταλλευτικές εταιρείες που βρίσκονταν σε εκκαθάριση σε ιδιώτες. Συγκεκριμένα στις 21.12.1995 υπεγράφη το συμβόλαιο μεταβίβασης στην T.V.X. HELLAS Α.Ε. Μεταλλείων & Βιομηχανίας Χρυσού, θυγατρική Εταιρία της T.V.X. Gold Inc. του ενεργητικού των Μεταλλείων Κασσάνδρας της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων, που βρισκόταν σε ειδική εκκαθάριση εν λειτουργία από τις 23.4.1992.

Τερματίσθηκε έτσι η μεταλλευτική δραστηριότητα της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων στην Ανατολική Χαλκιδική που διήρκεσε επί 68 χρόνια (1927-1995).
Αναπτύχθηκε σε μια περιοχή με μεγάλο και ποικίλο μεταλλευτικό δυναμικό και με μια ιστορία εκμετάλλευσής του, που χάνεται βαθειά στο παρελθόν μέχρι και τους Αρχαίους χρόνους.

Η Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων δια του ιδρυτού της κ. Νικ. Κανελλόπουλου αγόρασε τα μεταλλεία το 1927 από μία Γαλλοοθωμανική Εταιρία. Το 1947 ο κ. Μποδοσάκης Αθανασιάδης (1891-1978) γίνεται κύριος της πλειοψηφίας των μετοχών της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων και δίνει νέα πνοή στην δραστηριότητα των μεταλλείων, που αναπτύσσονται εντυπωσιακά κατά την 25ετή διεύθυνσή τους από τον κ. Αλέξανδρο Αθανασιάδη. Σε αυτούς τους ίδιους κυρίως και σε συνεργάτες τους οφείλεται η ανακάλυψη το 1967 και στη συνέχεια η εκμετάλλευση του γνωστού κοιτάσματος μικτών θειούχων μεταλλευμάτων (μολύβδου, ψευδαργύρου, αργύρου και χρυσού) της Ολυμπιάδος.

Επίσης μεταβιβάζονται η FIMISCO, οι «Βωξίτες Ελευσίνος», οι «Μακεδονικοί Λευκόλιθοι» και οι «Βωξίται Ελικώνος». Η εταιρεία ΜΑΓΚΝΟΜΙΝ συνεχίζει την προσπάθεια παραγωγής - καθετοποίησης λευκολίθου στα ορυχεία και τις εγκαταστάσεις της παλαιάς FIMISCO, στην Εύβοια, μέχρι το 1997 οπότε σταματά οριστικά: Μία ακόμα ιστορική μεταλλευτική περιοχή εγκαταλείπεται:

Στον τομέα του Λιγνίτη συνεχίζεται η αύξηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες σε ενέργεια της χώρας φτάνοντας στο επίπεδο των 62 εκατ. τόν. Ποσοστό 96% περίπου προέρχεται από τα λιγνιτωρυχεία που εκμεταλλεύεται η ΔΕΗ (Πτολεμαϊδα - Μεγαλόπολη) και το υπόλοιπο 4% από ιδιωτικές εταιρείες όπως ΒΙΟΛΙΓΝΙΤ Α.Μ.Ε.Τ.Β.Ε., ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ ΑΕ κ.ά.
Η συμμετοχή των ορυχείων λιγνίτη στην συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα και για το διασυνδεδεμένο δίκτυο και προς το τέλος της δεκαετίας ανέρχεται σε 70% έναντι 8% του πετρελαίου, 11% των υδροηλεκτρικών και 11% του φυσικού αερίου, με κόστος παραγωγής ανά KWh ασύγκριτα χαμηλότερη έναντι οποιουδήποτε άλλου καυσίμου ή μέσου, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Προς το τέλος της δεκαετίας κατασκευάζεται νέος ατμοηλεκτρικός σταθμός στην περιοχή του Νομού Φλώρινας, εντατικοποιώντας την εξορυκτική δραστηριότητα στην λιγνιτοφόρο λεκάνη της περιοχής.

Τέλος σημειώνουμε την συνεχιζόμενη με εντατικό ρυθμό έρευνα για νέα προϊόντα όπως για χρυσό και βιομηχανικά ορυκτά.

Ενδεικτικοί για τις εξελίξεις της ελληνικής μεταλλείας στην περίοδο που αναφερόμαστε είναι οι παρακάτω πίνακες.


Ενδεικτικοί για τις εξελίξεις της ελληνικής μεταλλείας
στην περίοδο που αναφερόμαστε είναι οι παρακάτω πίνακες.

Πίνακες 12 - 16
(πατήστε εδω για άνοιγμα)


Στατιστικά Στοιχεία για την Παραγωγή Λιγνίτη
και την Συμμετοχή Λιγνίτη στο Ενεργειακό Ισοζύγιο

Πίνακες σε αρχείο EXCEL
(πατήστε εδω για άνοιγμα)