ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

1. ΤΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Ομοιότητες με το Βυζαντινό

Σημαντικό ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και ειδικότερα στην ευρωπαϊκή και την ελληνική, αποτελεί η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, που έκλεισε τελειωτικά τον κύκλο της βαθμιαίας κατακτήσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς Τούρκους. Από το σημείο αυτό χρονολογούν οι ιστορικοί την ένδειξη της τουρκοκρατίας (1453) και την κλείνουν στα 1821 (για την Ελλάδα) όταν άναψε η φωτιά της Μεγάλης Εθνικής Εξεγέρσεως.

Η εξέταση του Δικαίου, που εφαρμοζόταν για τα μεταλλεία κατά την περίοδο αυτή στην κύρια Ελλάδα και στις περιοχές της Μικρασίας – θέμα που απασχόλησε ελάχιστους, παλαιότερους και νεώτερους – απαιτεί κατά κύριο λόγο, τη σύντομη εξέταση της μορφής της γαιοκτησίας στην περίοδο αυτή, για να διαλευκανθεί και το σχετικό Δίκαιο της τουρκοκρατίας για τα μεταλλεία κατά την περίοδο της δουλείας των τετρακοσίων χρόνων.

Αυτή η επισκόπηση θα μας επιτρέψει να διαφωτίσουμε όλα τα σχετικά με τα μεταλλεία, ορυχεία και λατομεία ακόμη που τότε αναπτύχθηκαν. Φυσικά, για ορισμένα μόνο μέταλλα όπως θα δούμε. Κι αυτά με την επίμονη δραστηριότητα της σκληρής οθωμανικής Διοικήσεως, που οφειλόταν στην απληστία και τον πόθο για γρήγορο πλουτισμό των διαφόρων σουλτάνων και των μεγάλων αξιωματούχων της Πύλης, με την απόκτηση ευγενών μετάλλων και πολύτιμων λίθων.
Το βυζαντινό ιδιοκτησιακό Δίκαιο, το σχετικό με τα μεταλλεία και την εκμετάλλευσή τους, δεν μεταβλήθηκε σημαντικά με την επικράτηση των Τούρκων. Απλώς, με την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έγινε αλλαγή κυρίων στην ακίνητη περιουσία, προπάντων στη γαιοκτησία, με την οποία συμπίπτει το Δίκαιο που διέπει τα μεταλλεία.
Το τιμαριωτικό σύστημα, που επεκτάθηκε ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με τη μορφή προνοιών, επισκέψεων, στρατοτοπίων και με επικεφαλής τους τιμαριούχους, στερεώθηκε και ισχυροποιήθηκε κατά την τουρκοκρατία. Τα τιμάρια, που ήταν κυρίως φορολογικές περιφέρειες κι απονέμονταν από τον σουλτάνο σε κείνους που έδειξαν ανδρεία και αφοσίωση, ή ήταν ικανοί να κρατήσουν στην υποταγή τους τους κατακτημένους λαούς, προσκόμιζαν και στο σουλτάνο και στον τιμαριούχο (σπαχή) τεράστια έσοδα από την καταπιεστική και παντοειδή φορολογία. Τους φόρους αυτούς των κατοίκων, της εγγείου παραγωγής ή της δεκάτης, που περιλάμβαναν οι φορολογικές αυτές περιφέρειες, αγροί, βοσκές, δάση, μεταλλεία, αλατωρυχεία, «ζευγάρια» (ορισμένη έκταση γης) «ζευγολατεία» (τσιφλίκια, από το τουρκικό τσίφτ, που σημαίνει ζεύγος βοδιών, τσιφτλίκια και κατά παραφθορά, τσιφλίκια) ή ολόκληρα χωριά, και πόλεις ακόμη, τους εισπράττανε οι σπαχήδες, με την υποχρέωση, σε περίπτωση πολέμου να ετοιμάζουν ορισμένο αριθμό μάχιμων στρατιωτών και να τον θέτουν στη διάθεση του σουλτάνου.
Κατά την οθωμανική αντίληψη, όλη η γη ανήκει στο Θεό κι επομένως, η κτήση, η κυριότητα περιέρχεται στο σουλτάνο, τον εκπρόσωπο του Θεού πάνω στη Γη, εφόσον ο Θεός είναι ο μόνος ιδιοκτήτης όλων των πραγμάτων της Γης και φυσικά, εμπιστεύεται την ιδιοκτησία του στον εκπρόσωπό του, στη σκιά του στη Γη. Επεκτεινόμενη η αντίληψη αυτή, διαμόρφωσε την επίγεια όψη της δυνάμεως του σουλτάνου που εκφράζεται με το ρητό «ο κύριος των πραγμάτων είναι και κύριος των προσώπων».
Βέβαια αυτή η αντίληψη για το ρόλο του σουλτάνου ή των αυτοκρατόρων και των βασιλιάδων είναι δόγμα όχι μόνο της οθωμανικής θρησκείας, αλλά και των άλλων θρησκειών, όπως αποδεικνύει ο Δ.Κ. Τσοποτός στην περίφημη μελέτη του για τη γη και τους γεωργούς της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατία.
Φυσικά ο σουλτάνος δεν ήταν μόνον κύριος των Μουσουλμάνων αλλά και των κατακτημένων λαών, μαζί με τα υπάρχοντά τους και κυρίως τα ακίνητα, τη γη κλπ. Μια παρόμοια ωμή αντίληψη συναντάμε και στον συντηρητικό και «λακωνίζοντα» Ξενοφώντα ο οποίος στο έργο του «Κύρου παιδεία» πιστεύει ότι, «όταν πολεμούντων πόλις αλώ, των αλόντων είναι και τα σώματα των εν τη πόλει και τα χρήματα».
Το δόγμα αυτό που διαπέρασε τους αιώνες και διατηρήθηκε ως την περίοδο της τουρκοκρατίας – και όχι μόνον ως τότε – και που διατυπώθηκε με τόση βεβαιότητα, είναι η συνέχεια και η συνέπεια των αντιλήψεων ολοκληρωτικών και σκληρών Κρατών, τις οποίες η μουσουλμανική ορμή, στη θυελλώδη κατάκτηση απέραντων εδαφών, σκλήρυνε και εκβαρβάρισε περισσότερο.

 

Μορφές ιδιοκτησίας

Παρά την ομοιότητα του γαιοκτησιακού καθεστώτος της περιόδου της τουρκοκρατίας με των προηγουμένων περιόδων, η ιδιοκτησιακή μορφή είχε και προσαρμογή προς τις νέες συνθήκες, που διαμορφώθηκαν με την επικράτηση των Τούρκων. Εφόσον οι σουλτάνοι ήταν ενσαρκωτές του δόγματος, ότι εκπροσωπούν τον Θεό πάνω στη Γη, και εφόσον ήταν κύριοι προσώπων και πραγμάτων, θεώρησαν τον εαυτό τους ιδιοκτήτη όλης της γης που κατακτήθηκε και τη μοίρασαν κατά το συμφέρον της διατηρήσεως του θρόνου τους, προσωπικά, και γενικά του αυταρχικού καθεστώτος τους, κατά το συμφέρον της «κραταιάς αυτοκρατορίας» τους.
Τρεις μορφές γαιοκτησίας υπήρχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που είχαν τις ρίζες τους κατά μεγάλο βαθμό στη νομοθεσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
«Η ρήσις του Κορανίου, ότι ο κυρίαρχος δικαιούται να θεσπίζει παν μέτρον αστικής και πολιτικής φύσεως, το οποίον επιβάλλει η φρόνησις και αι εκάστοτε περιστάσεις και απαιτεί το κοινόν συμφέρον της διοικήσεως και της ανωτάτης εν τη πολιτεία εξουσίας, παρέσχεν εις τους σουλτάνους την ελευθερίαν και δύναμιν να παραλαμβάνωσιν εκ των νομοθεσιών των κατακτωμένων χωρών (κατ’ εξοχήν εννοείται εκ του Βυζαντινού Κράτους) παν ό,τι εστερείτο το εαυτόν στρατιωτικώς και πολιτιστικώς ασύντακτον κράτος».
Οι μορφές αυτές της γαιοκτησίας ήταν οι εξής:
1.Γαίες του Δημοσίου ή του στέμματος (εμλιάκι χουμαγιούν, χας χουμαγιούν). Οι γαίες αυτές προέρχονταν, κυρίως, από τις κατακτημένες χώρες, όπου το Δημόσιο ή ο σουλτάνος έπαιρνε το 1/5. Το ίδιο περίπου συνέβαινε και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
2.Γαίες αφιερωμένες (μεβκουφέ, βακούφ, βακουφικές). Ανήκαν σε τζαμιά, δωρεές των πιστών, ή σε κοινωφελή ιδρύματα (μεντρεσέδες, πτωχοκομεία κλπ). Τις περισσότερες απ’αυτές τις γαίες οι πιστοί δεν τις αφιέρωναν, αλλά τις «πουλούσαν» δηλαδή υπέγραφαν ένα πωλητήριο πλαστό προς τα ιδρύματα αυτά, με το οποίο «εξησφαλίζοντο οι ιδιοκτησίαι από της διαρπαγής των ισχυρών και από δημεύσεων αυθαιρέτων κυβερνήσεων…».
3.Γαίες ιδιωτικές. Αυτές διακρίνονταν:
Ι. Σε γαίες τέλειας κυριότητας (μουλκ, μούλκια). Η ονομασία αυτή διατηρείται ακόμα στην Ελλάδα (Μούλκι Μαλαμίνας, Τροιζίνας, Κορινθίας), α) φορολογούμενες (ουσριγιέ), β) δεκατιζόμενες (χαρατζιέ) και γ) φυτείες και οικοδομές.
ΙΙ. Σε γαίες υποδημόσιες (εραζί εμιριγιέ, έρσι μεμλεκέτ). Αποτελούσαν ιδιοκτησία των κατόχων, είτε ήσαν Μουσουλμάνοι είτε Χριστιανοί, με τη διαφορά πως οι γαιές, που κατέχονταν από τους μη Μουσουλμάνους, δεν έδιναν μόνο δεκάτη (δεκατιζόμενες γαίες) αλλά και κεφαλικό φορο (χαράτσι). Ο κεφαλικός φόρος δεν ήταν φυσικά εύρημα των Μουσουλμάνων. Τον εφάρμοσαν πιο μπροστά οι Έλληνες, οι Πέρσε,ς ο Αιγύπτιοι οι Εβραίοι, οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί από τους οποίους τον παρέλαβαν οι Τούρκοι.
Οι υποδημόσιες γαίες των Μουσουλμάνων και των μη Μουσουλμάνων είχαν διαφορά από τις άλλες, της τέλειας κυριότητας (μουλκ) επειδή η κυριότητα πάνω σ’ αυτές δεν ήταν τέλεια και απεριόριστη, αλά είχε διάφορους περιορισμούς, όπως π.χ. δεν ήταν δυνατό να πουληθούν ή να μεταβιβαστούν εκτός στα παιδιά τους, χωρίς γραπτή άδεια του σπαχή που ήταν ο αρχηγός του τιμαρίου και ο φοροεισπράκτορας.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η γη που κατακτούσαν οι Μουσουλμάνοι δινόταν στους αξιωματούχους του στέμματος, στους ευνοουμένους των Σουλτάνων, στους σπαχήδες – φοροεισπράκτορες Μουσουλμάνους και μη Μουσουλμάνους – προπάντων τα άγονα μέρη των κατακτήσεων, «δια να θαυμάζωσι τον μέγαν του Ισλάμ λαόν» ή παραχωρούνταν σε θρησκευτικά και κοινωφελή ιδρύματα. Στους πιστούς (Μουσουλμάνους) δινόταν η γη με πλήρη κυριότητα, ενώ στους απίστους (Χριστιανούς κλπ) με διάφορους περιορισμούς και πέρα από τους παντοειδείς άλλους φόρους, με τον κεφαλικό φόρο.

 

Η ιδιοκτησία των μεταλλείων

Αυτή η γη που παραχωρούνταν κατά τον ένα ή άλλον τρόπο, θεωρούνταν «σπειρομένη».
«Εκτός της σπειρομένης γης υπήρχον και άλλαι γαίαι ακαλλιέργητοι, νεκραί (μεβάτ) τας οποίας ο Μωάμεθ υπεσχέθη εις εκείνους, οίτινες ήθελον τας αναζωογονήσει».
Από τη γενική αυτή θεωρία των Μουσουλμάνων για τις νεκρές γαίες διαμορφώθηκε, με τη βοήθεια και της βυζαντινής νομοθεσίας η έννοια της ιδιοκτησίας για τα μεταλλεία.
Σύμφωνα με τη θεωρητική άποψη του πολέμου, «ό,τι κυριεύεται με τη σύμπραξη όλων, ανήκει σε όλους», τα μεταλλεία ανήκαν σε όλους.
«Οπουδήποτε ανακαλυφθεί μεταλλείον (μααντέμ) χρυσού, αργύρου, μολύβδου, χαλκού κλπ η καλλιέργεια του εξαρταάται εκ της θελήσεως της κυβερνήσεως, ήτις το παραχωρεί είτε εφ’ όρου ζωής είτε άλλως προσδιωρισμένω χρόνω εις τον ανακαλύψαντα, εάν ούτος είναι υπήκοος Οθωμανός άνευ διακρίσεως θρησκείας. Εν γένει δε η κυβέρνηση ρυθμίζει τα της διαχειρίσεως και καλλιέργεια των μεταλλείων, τα οποία θεωρούνται εις όφελος της μουσουλμανικής κοινότητος.»
Ωστόσο, η έννοια «όλοι, όλων» αναφέρεται στο πρόσωπο της Διοικήσεως του Κράτους, στο πρόσωπο του Σουλτάνου που σαν σκιά και εκπρόσωπος του Θεού, ενσαρκώνει τη θέληση όλων. Δεν ανήκαν σε άτομα τα μεταλλεία, αλλά σε όλους, δηλαδή στο σουλτάνο, που τα διαθέτει σε όποιον θέλει, υπηρετώντας έτσι τη θέληση του θεού, που του έδωσε αυτή την εξουσία.
Η Διοίκηση, δίνοντας την εκμετάλλευση των μεταλλείων σε ιδιώτες, δεν έπαυε να παρακολουθεί την όλη διαδικασία της εκμεταλλεύσεως. Προπάντων έλεγχε την εξαγόμενη ποσότητα των μετάλλων, επειδή από την ποσότητα αυτή θα κρατούσε η Διοίκηση (ο σουλτάνος) το ένα δέκατο ή το ένα πέμπτο, όπως ήταν ρυθμισμένο και κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Το οθωμανικό Δίκαιο, πέρα από τα μέταλλα που ήταν κάτω από τη γη, υπολόγιζε σαν μέταλλα και αυτά που ήταν στην επιφάνεια και τις «μεταλλίτιδες γαίες».
«…έν έτει ακόμη 1866, η νομοθετική εξουσία της Γαλλίας, ψηφίζουσα την κατάργησιν των ορυχείων, απεφαίνετο ότι, ει μεν ταύτα καλλιεργούνται εν υπαίθρω, ανήκουσιν εις την κατηγορίαν των λατομείων, ει δε υπογείως εις την των μεταλλείων.. Θα ήτο, όμως, λογικότερον , εάν αι μεταλλικαί ουσίαι διέκρινον τα μεταλλεία και αι μη μεταλλικαί τα λατομεία… Eν τούτοις, σημείον συγκρίσεως διδακτικότατον η νέα οθωμανική νομοθεσία της 4 Μουχαρέμ 1286 (μ.Χ. 1869), μετ’ ελευθερίας, ην δε ωνειρεύθη η την προοδευτικήν της Ανατολής φυλήν διοικούς τάξις εχώνευσεν εν ταις τοπικαίς περιστάσεσι πλειότερον τας δυτικάς περί μεταλλείω πληροφορίας. Εάν παρ’ημίν εκ των επί της επιφανείας της γης μεταλλικών ουσιών μόνος ο προσχωματικός σίδηρος προξενεί αίσθησιν, διότι και αυτός αναφέρεται επί του γαλλικού χάρτου, οι Τούρκοι εκφράζουσι τας εκ των απανταχού της κοινής ημών χώρας μεταλλικών χρωματισμών ζωηρά εντυπώσεις αυτών δια της καθιερώσεως ιδιαιτέρως εξηκριβωμένης κατηγορίας μεταλλιτίδων γαιών, εν τη οποία περιέλαβον… «τας σιδηρούχους μεταλλικάς γαιάς, τας τήδε κακείσε επί της επιφανείας της γης διεσκορπισμένας, τα πυριτώδη χώματα, τα δυνάμενα να μετατραπώσιν εις θειικόν σίδηρον, τας μεταλλοφόρους άμμους ή γαίας, τας λευκαργιλώδεις γαίας, τας αρχαίας σκωρίας και πάσας τας μεταλλοφόρους ύλας, τας εκμεαλλευομένας μόνον κατ’ επιφάνειαν».
Παρόλον ότι η θέσπιση του πιο πάνω διατάγματος έγινε αργότερα, στα 1869, ωστόσο παρουσιάζει ενδιαφέρον, επειδή η οθωμανική νομοθεσία είχε την πρόνοια να προβλέψει και να καθιερώσει την έννοια του μετάλλου όχι από τη θέση του, αλλά από τη σύστασή του, τη σύνθεσή του, πράγμα που δεν το προέβλεψε τότε ούτε η γαλλική νομοθεσία για τα μεταλλεία.
Το οθωμανική Δίκαιο για τα μεταλλεία, όπως προαναφέρθηκε, είχε όλες τις επιδράσεις των προηγουμένων Δικαίων. Όμως, οι φορείς τους ιδιοκτήτες άλλαξαν και η αξία των μετάλλων, που βαθμιαία ανέβαινε και επεκτεινόταν προς όλες τις πλευρές της ζωής, σαν μέσο δυνάμεως κι επιδείξεως πλούτου, προκάλεσε εντονότερο το ενδιαφέρον των σουλτάνων και των αξιωματούχων της Αυλής και της Αυτοκρατορίας.
Αλλά, η απληστία των σουλτάνων πολλές φορές την αξία αυτή των μεταλλείων και των μετάλλων την μεταβίβαζε στο ίδιο τους το πρόσωπο, αρπάζοντας τα μεταλλεία από τους διάφορους μπέηδες, αγάδες και βοεβόδες, που τα εκμεταλλεύονταν με τη συγκατάθεση και την εύνοια του προηγουμένου σουλτάνου.

 

Το καθεστώς στα μεταλλεία – προνόμια

Ο Γ. Κανδηλάπτης, στο έργο του «Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών», μας πληροφορεί ότι ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ (1550) όταν διαπίστωσε την αξία των μεταλλείων της Αργυρουπόλεως (Κιμίς – χανέ) πήρε τα παρακάτω μέτρα:
1. Κήρυξε τα μεταλλεία σουλτανικά και σε κάθε αυτοκρατορικό έγγραφο, βεράτιο και φριμάνι, που αφορούσαν τα μεταλλεία, έμπαινε η σφραγίδα «Μααντέμ Χουμαγιοούν», δηλ «Μεταλλεία του Στέμματος». Επίσης καθόρισε τα έσοδα των μεταλλείων αυτών για το σουλτανικό χρηματοκιβώτιο (χαζνέ).
2. Αφαίρεσε την εποπτεία των μεταλλείων, που ασκούντα από τους μπέηδες, αγάδες και βοεβόδες, και την ανέθεσε σε αυλάρχες ή σε έπαρχους, που ονομαζόταν μααντέμ εμίνιδες, δηλ. επόπτες των μεταλλείων, και ήταν έμπιστοι του σουλτάνου.
3. Κήρυξε κάθε μεταλλοφόρα έκταση και την περιοχή της, που προμήθευε εργάτες για τα μεταλλεία, μπεϊλίκ, δηλ. προνομιούχα, και τους κατοίκους μπεϊλικτσήδες, δηλ προνομιούχους, σχεδόν κρατικούς εργάτες.
4. Κατέστησε τους μεταλλουργούς από τον ανώτατο επιστάτη ως τον τελευταίο εργάτη, αφορολόγητους, ελεύθερους από κάθε αγγαρεία και ακαταδίωκτους.
5. Απαγόρευσε την ανάμιξη των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών στις υποθέσεις των μεταλλείων, όπως και την αρπαγή των τέκνων των μεταλλουργών για τα τάγματα των Γενιτσάρων.
6. Συνέστησε, για χάρη των μεταλλευτικών επιχειρήσεων, νομισματοκοπείο (ταράπ χανέ) και ανέθεσε αυτό το έργο σε Έλληνες.
7. Σχημάτισε ειδικά σώματα τσεκουροφόρων (μπαλτατσήδων) από Έλληνες, που έκοβαν από τα δάση ξύλα για τα μεταλολεία (υποστηρίγματα) και καύσιμη ύλη για το λιώσιμο των μετάλλων.

Η διαμόρφωση του Δικαίου για τα μεταλλεία από την οθωμανική Διοίκηση στηρίχθηκε στις προηγούμενες νομοθεσίες και στις συνήθειες του τόπου και των περιοχών, πράγμα που αποδεικνύει το αυξανόμενο ενδιαφέρον και τη φροντίδα των κατακτητών στο θέμα αυτό. Στα μεταλλεία η οθωμανική Διοίκηση διείδε, όπως και όλοι οι κυρίαρχοι μια εξαιρετικά μεγάλη πρόσοδο, την οποία το σουλτανικό Κράτος εκμεταλλευόταν για την αύξηση του ατομικού κατά πρώτο λόγο και του δημόσιου πλούτου κατά δεύτερο.

 

Η διάρθρωση του προσωπικού των μεταλλείων

Η εξαιρετική σημασία, που απέδιδε η οθωμανική Διοίκηση στην εκμετάλλευση των μεταλλείων κυρίως χρυσού, αργύρου, σιδήρου, μολύβδου, και χαλκού, φαίνεται και από τις τελετουργικές διαδικασίες, που καθιερώθηκαν κατά τον διορισμό του Γενικού Αρχιμεταλλουργού (μααντεμτζήμπαση ουμουμιέ) ο οποίος είχε εξαιρετική ισχύ και πολλές αρμοδιότητες που εξομοιώνονταν με τις αρμοδιότητες υπουργού.
Η θέση αυτή ήταν επίζηλη και κερδοφόρα. Αλλά κι επικίνδυνη, επειδή προκαλούσε φθόνο και αντιζηλίες μεταξύ των αξιωματούχων της σουλτανικής αυλής, οι οποίοι οργάνωναν συνωμοσίες και δολοφονίες εναντίον των κατόχων της. Η σπουδαιότητα της θέσεων του Γενικού Αρχιμεταλλουργού αποδεικνύεται και από τις δωροδοκίες των υποψηφίων προς τους αυλικούς, για την απόκτησή της. Στη θέση αυτή, μας πληροφορεί ο Γ. Κανδηλάπτης, διορίζονταν και τουρκομαθείς Έλληνες επειδή οι Έλληνες διακρίνονταν για την επιδεξιότητά τους στη μεταλλεία.
Μετά τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό που είχε την εποπτεία όλων των μεταλλείων της Αυτοκρατορίας, ερχόταν σε δεύτερη σειρά, οι Μααντεμεμίνηδες, δηλαδή οι διοικητές ή επόπτες των κατά τόπους μεταλλείων. Αυτοί έπρεπε να είναι αποκλειστικά Τούρκοι και έμπιστοι της Υψηλής Πύλης. Οι μααντεμεμίνηδες διορίζονταν ως το 1722 από τους επιτόπιους Τούρκους άρχοντες, μπέηδες ή αγάδες. Από τη χρονιά αυτή, εξαιτίας υπερβασιών, δωροληψιών και κακουργημάτων ακόμα αλλά και προσπαθειών ανεξαρτητοποιήσεως, οι μααντεμεμίνηδες στέλνονταν απευθείας από την Κωνσταντινούπολη, με την υπόδειξη των αυλικών.
Όμως, από το 1800 άλλαξε πάλι ο τρόπος διορισμού τους. Επανήλθε το προηγούμενο σύστημα διορισμού από τους τοπικούς άρχοντες.
Η αποστολή των μααντεμεμίνηδων ήταν να παρακολουθούν το έργο της εξορύξεως κι επεξεργασίας του μεταλλεύματος, να καταγράφουν σε ειδικά βιβλία (κιουτούκια) την ποσότητα του μετάλλου, που το μετέφεραν οι φρουροί στρατιώτες (ταγκαλάκηδες) στην Κωνσταντινούπολη, για το σουλτανικό ταμείο (χαζνέ) να φροντίζουν για την καλή λειτουργία του μεταλλείου και να επιβάλλουν την πειθαρχία στους εργαζόμενους στα μεταλλεία. Εκτός απ’ αυτές τις αρμοδιότητες, οι μααντεμεμίνηδες είχαν και υποχρέωση να ερευνούν και γι’ ανεύρεση νέων μεταλλείων.
Οι αρχιμεταλλουργοί ήταν οι τοπικοί διευθυντές των μεταλλείων και εξαρτιόνταν από τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό της Αυλής, αλλά συνεργάζονταν στενά και με τους μααντεμεμίνηδες για την καλή λειτουργία των μεταλλείων και την αποστολή του καθαρού μετάλλου στην Κωνσταντινούπολη.
Οι μααντεμτζήδες ήταν οι εργάτες μεταλλωρούχοι, που αποτελούνταν, κυρίως από Έλληνες, επειδή οι Τούρκοι, σαν άρχουσα φυλή, απόφευγαν τη σκληρή αυτή εργασία.
Οι τσαουλτσήδες ήταν εργάτες που θρυμμάτιζαν τα μεταλλεύματα μέσα σε μεγάλα γουδιά, ετοιμάζοντάς τα για εμπλουτισμό.
Οι γαλτσήδες ήταν εργάτες και αυτοί που έργο τους είχαν να πλένουν το αλεσμένο μετάλλευμα στα πλυντήρια – ειδικές σκάφες, αλλά και μεγαλύτερες εγκαταστάσεις – για να αποχωρισθεί το μέταλλο και να ετοιμαστεί για τήξη.
Οι μπαλτατσήδες, που τους αναφέραμε παραπάνω, ήσαν οι τσεκουράδες – οι «αξινοφόροι» όπως τους μεταφράζει ο Γ. Κανδηλάπτης – που δουλειά τους είχαν να κόβουν ξύλα για τα υποστηλώματα των ορυχείων και για την τήξη των μετάλλων στις καμίνους.
Όλοι οι απασχολούμενοι με τα μεταλλεία, από τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό ως τους μπαλτατσήδες είχαν δική τους στολή (στολή μεταλλουργών) και διακριτικά, που διέφεραν, φυσικά, στην πολυτέλεια και στην ποίκιλσή τους, ανάλογα με το βαθμό. Τα διακριτικά πχ του καλύμματος του κεφαλιού του Γενικού Αρχιμεταλλουργού ήταν χρυσά και χρυσοποίκιλτη η στολή του, ενώ των κατωτέρων ήταν αργυρά, επάργυρα ή σιδερένια.

 

Τελετουργικές διαδικασίες

Ο διορισμός του Γενικού Αρχιμεταλλουργού του Κράτους από εντυπωσιακές και μεγαλοπρεπείος τελετουργικές διαδικασίες που σκοπό είχαν να δώσουν αίγλη στο γεγονός και να επισημάνουν ταυτόχρονα τη σπουδαιότητα, που απέδιδε η Αυτοκρατορία στην αξία των μεταλλείων και στην εύορκο – για τον σουλτάνο και τους αυλικούς του – εκτέλεση της αποστολής του, δηλαδή την πιστή διαχείριση των προϊόντων των μεταλλείων και τη βέβαιη αποστολή τους στο σουλτανικό ταμείο.
Όταν ο Γενικός Αρχιμεταλλουργός πέθαινε ή δολοφονούνταν – πράγμα που ήταν και το πιο συνηθισμένο στη σουλτανική Αυλή – ή απομακρυνόταν από δυσμένεια του σουλτάνου ή άλλων αξιωματούχων, συγκαλούνταν στην Κωνσταντινούπολη όλοι οι Αρχιμεταλλουργοί της Αυτοκρατορίας και συγκεντρώνονταν στην αίθουσα τελετών των ανακτόρων.
Στην αίθουσα αυτή προσέρχονταν ο υπουργός των Οικονομικών και ο αρχιευνούχος, ενώ ο σουλτάνος πίσω από ένα καφασωτό χώρισμα παρακολουθούσε την προετοιμασία της τελετής. Σε μια στιγμή επιβαλλόταν ησυχία και ο αρχιευνούχος αναφωνούσε το όνομα του μέλλοντος Γενικού Αρχιμεταλλουργού που καθοριζόταν από διάφορες παρασκηνιακές ενέργειες και δωροδοκίες. Μόλις αναφωνούσε το όνομα, ο αρχιευνούχος έλεγε στο νεοδιορισμένο: «Με την ευδοκίαν του βασιλέως των βασιλέων, διορίσθηκες Γενικός Αρχιμεταλλουργός των μεταλλείων του Δολβετίου (Κράτους)».
Και ενώ έλεγε αυτά, έριχνε πάνω στους ώμους του νεοδιορισμένου πολύτιμο δέρμα, σημείο διορισμού και αναγνωρίσεως. Την ίδια στιγμή όλοι οι παρόντες, με το ένα γόνατο στο πάτωμα αναγνώριζαν το νέο Γενικό Αρχιμεταλλουργό και του έδιναν τα συγχαρητήριά τους.
Ύστερα απ’ αυτή τη φάση ο νεοδιορισμένος οδηγούνταν σε άλλη αίθουσα, όπου έβαζε τη στολή του Γενικού Αρχιμεταλλουργού για να οδηγηθεί ύστερα ανάμεσα σε δυο σπαθοφόρους, στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί ο αρχιευνούχος έδινε την εντολή: «Γενικέ Αρχιμεταλλουργέ, γονάτισε γιατί βρίσκεσαι στον επίγειο παράδεισο όπου πλανιέται η σκιά του Προφήτη».
Ο νεοδιορισμένος Γενικός Αρχιμεταλλουργός, γονατιστός και έρποντας έφθασε ως τα χρυσοϋφασμένα παραπετάσματα, πίσω από τα οποία καθόταν ο σουλτάνος, και φιλούσε τα κρόσια των παραπετασμάτων, ενώ υψώνοντας τα χέρια και βλέποντας καταγής, έλεγε τα παρακάτω λόγια:
«Μεγαλειότατε, κραταιότατε, μεγάλε αρχηγέ του Ισλάμ, ως των πιστών, στήριγμα της Οικουμένης, ευσπλαχνικότατε βασιλιά, να είναι η δόξα σου πέρ’ από τ’ αστέρια τ’ουρανού, η δύναμή σου περ’ από τη δύναμη κάθε θνητού, το ξίφος σου αμφίστομο, ο στρατός σου ανίκητος, η αρμάδα σου ακατανίκητη και η ζωή σου αιώνια. Προσκυνώ και έρπω σα σκυλί στα ιερά σου πόδια, ευχαριστώντας από τα σπλάχνα, γιατί ακούς τη φωνή του μικρού ζωυφίου κι εντόμου του Κράτους σου, στην πόλη τούτη της ευδαιμονίας, στον δεύτερο τούτο παράδεισο. Δεν βρίσκω λόγια να λύσω τη γλώσσα μου, για να υποβάλω τον μέγα σεβασμό και τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου, γιατί με αξίωσες να γίνω Γενικός Αρχιμεταλλουργός των κραταιών μεταλλείων του πανίσχυρου Κράτους σου. Προσκυνώ το έλεος και την ευσπλαχνία του βασιλέως των βασιλέων, του πανίσχυρού μας Πατισάχ».
Αν ο σουλτάνος ήταν ευδιάθετος και το πρόσωπο του Γενικού Αρχιμεταλλουργού προσφιλές στο Διβάνι, αμέσως μετά την προσφώνηση ανοίγονταν τα παραπετάσματα και ακουγόταν η φωνή του σουλτάνου: «Καλκ», δηλαδή σήκω. Τότε ο νεοδιορισμένος σηκωνόταν και με σταυρωμένα τα χέρια, πλησίαζε τον σουλτάνο, ο οποίος για να εξωτερικεύσει την εκτίμησή του, χτυπούσε στον ώμο τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό και χαμογελαστός του έλεγε: «Πήγαινε και να εργάζεσαι τίμια, αν θέλεις να έχεις το κεφάλι σου στους ώμους σου».
Άλλοτε, για να δείξει ο σουλτάνος μεγαλύτερη εκτίμηση χτυπώντας στον ώμο τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό του έλεγε: «Είσαι δικός μου» που σήμαινε, είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις αρκεί να εξασφαλίσεις τα συμφέροντά μου.
Ύστερα από την παραπάνω διαδικασία, κλείνονταν τα παραπετάσματα και αυτό σήμαινε, ότι η τελετή είχε τελειώσει. Ο νεοδιορισμένος τότε αποσυρόταν σε άλλη αίθουσα, όπου υπογραφόταν το σουλτανικό φιρμάνι (διαταγή) του διορισμού του και του δινόταν ο τίτλος του αγά, δηλαδή του άρχοντα. Ο αγάς είχε το δικαίωμα να φέρει σπαθί, που συμβόλιζε τη δύναμη να καταδιώκει κάθε άτομο, μουσουλμάνο και μη, που θα προκαλούσε βλάβη ή ζημία στα μεταλλεία. Τη στολή του Γενικού Αρχιμεταλλουργού που φορούσε κατά την τελετή του διορισμού του και πάνω στην οποία έβαζε το χέρι του ο σουλτάνος, τη διακοσμούσαν με κεντήματα από χρυσό νήμα και θεωρούνταν ιερό ένδυμα, που το προσκυνούσαν όλοι, μουσουλμάνοι και μη, όσοι δούλευαν στα μεταλλεία.

 

2. ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΣ

Τα μεταλλεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Σε όλη την περιοχή της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχαν σε ενέργεια σημαντικά μεταλλεία, που όμως η εκμετάλλευσή τους, παρά τις φανταχτερές και μεγαλοπρεπείς τελετές και το ατομικό ενδιαφέρον των σουλτάνων, δεν ήταν τόσο ικανοποιητική και δεν επεκτείνονταν στην αξιοποίηση όλων των μετάλλων των μεταλλευμάτων. Και αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην έλλειψη κατάλληλων μέσων και υψηλής τεχνικής της καμινεύσεως όσο στη ληστρική εκμετάλλευση των μεταλλείων για την εξόρυξη ορισμένων μετάλλων. Κύριο μέλημα της κεντρικής κυβερνήσεως, δηλαδή του σουλτάνου ήταν η εξασφάλιση με κάθε μέσο, των τεράστιων δαπανών του παλατιού, του ίδιου του σουλτάνου, των αξιωματούχων, των γενιτσάρων, των χαρεμιών, των πολεμικών επιχειρήσεων, των δώρων προς τους μαχητές ή τους άνδρες των πολυπληθών συνωμοσιών, στάσεων και δολοφονιών. Τα άλλα προβλήματα της Αυτοκρατορίας (κοινωνική και οικονομική πολιτική, οδοποιία, στέγαση, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ζωής κλπ) ήταν άγνωστα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κανείς κρατικός προϋπολογισμός δεν υπήρχε μέχρι το 1700 και μόλις τότε, αρχίζουν να συντάσσονται στοιχειώδεις κρατικοί προϋπολογισμοί, με τον πιο απλοϊκό τρόπο.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές η εκμετάλλευση των μεταλλείων δεν ήταν συστηματική και δεν αξιοποιούνταν, όπως προαναφέρθηκε όλα τα περιεχόμενα στα μεταλλεύματα μέταλλα, εκτός από τον χρυσό, τον άργυρο, τον χαλκό, τον σίδηρο και τον μόλυβδο. Τα μεταλλεία, που είναι γνωστό ότι υπήρχαν στην Τουρκία με τα παραγόμενα μέταλλα ήταν τα εξής:

1.Μπάλι μααντέμ, κοντά στο Αδραμμύτιο: άργυρος και μόλυβδος
2.Λιτζέϊ, στις πηγές του Άλυος: άργυρος και μόλυβδος
3.Μουλγάρ μααντέμ της Ταρσού: άργυρος και χαλκός
4.Κιουμούς χανέ (Αργυρούπολη του Πόντου) κοντά στην Τραπεζούντα: κυρίως άργυρος
5.Άργανε μααντέμ στην Κεντρική Μικρασία: άργυρος και χρυσός
6.Γκιουμούς μααντέμ, κοντά στην Τοκάτη: άργυρος και χαλκός
7.Κερασούντα: χαλκός και χρυσός
8.Ποντοηράκλεια: χρυσός και γαιάνθρακες
9.Τούζλα, κοντά στην Άγκυρα: μεταλλικά άλατα
10.Μπιτλίς, στην Ανατολική Τουρκία: άλατα
11.Μπακίρ μουρεσί, κοντά στην Ινέμπολη: χαλκός και χρυσός.

Στην ελλαδική περιοχή τα μεταλλεία του Λαυρίου κατά την τουρκοκρατία έμειναν ανεκμετάλλευτα, επειδή νόμιζαν οι Τούρκοι ότι είχαν εξαντληθεί. Λειτουργούσαν κατά υποτυπώδη τρόπο διάφορα μικρά μεταλλεία στη Θάσο, στην Εύβοια, στη Σίφνο, στον Χορτιάτη, στη Θράκη. Εκείνα που εργάζονταν αποδοτικά, ήταν τα μεταλλεία της Χαλκιδικής, στα περίφημα Μαντεμοχώρια.
Ο Γ. Αναστόπουλος, στην «Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας» αναφερόμενος στο θέμα των μεταλλείων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, παραθέτει απόσπασμα από μια μελέτη του Κ.Σαρατζόπουλου, όπου γράφονται τα εξής συνοπτικά:
«Η Χαλκιδική, ήτο κατά την ΧΙ μ.Χ εκατονταετηρίδα, ονομαστή δια τα μεταλλεία της, όπως πάσα σχεδόν η της Μακεδονίας παραλία από των αρχαιοτέρων της Ελλάδος χρόνων, ήτοι επί Φιλίππου και επί Αθηναίων. Κατά την ΧVI μ.χ. εκατονταετηρίδα επεσκέφθη αυτήν ο Γάλλος περιηγητής Pierre Belon, του οποίου το περί αυτής σύγγραμμα εδημοσιεύθη εν Παρισίοις τω 1755. Κατ’αυτό υπήρχαν τότε εν τη Χαλκιδική 500-600 κάμινοι, των οποίων η κατά μήνα παραγωή εκυμαίνετο μεταξύ 18-30 χιλ.δουκάτων. Κατ’εκείνο το χρονικόν διάστημα η εκμετάλλευσις ενεργείτο υπό εταιρίας. Αλλά μετ’ ολίγον ανέλαβον το έργον αι περικείμεναι κοινότητες, αι οποίαι ως εκ τούτου απηλλάγησαν εντελώς πάσης επεμβάσεως της οσμανικής κυβερνήσεως. Αι κοινότητες αύται, ως ισχυρίζεται έτερος περιηγητής , περιελθών την Ευρωπαϊκή Τουρκίαν προ του 1800, ο Άγγλος Ούρκουατ, εκαλούντο Μανδεμλοχώρια, απετέλουν αυτόνομον ομοσπονδίαν, συγκειμένη εκ 12 κωμών, αι οποίαι ονομάζοντο Γαλάτιστα, Βάβδος, Ριανά, Στανός, Βαρβάρα, Λιαρέγκοβη, Νοβοσέλο, Μαχαλάς, Ίσβορος (Στρατονίκη), Χωρούδα, Ρεβενίκια και Ιερισσός. Οι χωρικοί ειργάζοντο δι’ ίδιον αυτών λογαριασμόν τα μεταλλεία και κατέβαλλον εις το εν Κωνσταντινουπόλει θησαυροφυλάκιον, οπόθεν εξηρτώντο διοικητικώς, διακοσίας είκοσι οκάδας καθαρού αργύρου ετησίως». Εν συνεχεία, αναφέρει ο Κ. Σαρατζόπουλος «περιγράφει (ο Belon) το εξής περίεργον:
Ότι, ενώ, η εκμετάλλευσις των μεταλλείων ηλαττώθη εκ διαφόρων λόγων, οι Μαδεμοχωρίται δεν εδήλωσαν τούτο εις την κυρίαρχον δύναμινμ ουδέ εμείωσαν την εισφοράν των 220 οκάδων, αλλά αγοράζοντες ισπανικά τάλληρα και μετετρέποντες ταύτα εις πολύτιμον μέταλλον, απέστελλον εις Κωνσταντινούπολιν συμπεπληρωμένον το κανονικόν ποσόν ως εάν τούτο παρήγετο εις τα μεταλλεία.

Ουδ’ εζημιούντο ίσως πραγματικώς, διότι σώζοντες την ελευθέραν άσκησιν των κοινοτικών αυτών θεσμών, έσωζον συγχρόνως την ελευθερίαν της γεωργίας, εμπορίας και βιομηχανίας, δια των οποίων, ως λέγει ο Ούρκουατ, συνέλεγον επί της επιφανείας της γονίμου εκείνης χώρας θησαυρούς περισσότερους των πρότερων αναζητουμένων εντός των σπλάχνων της γης».

 

Οι πληροφορίες του P. Belon

Από το περιηγητικό βιβλίο του Ρ. Belon, που περιήλθε την Ελλάδα στ 1550, μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα, αναφερόμενα στα μεταλλεία της Χαλκιδικής, και κυρίως στη Στρατονίκη (Ίσβορος), που ο Γάλλος περιηγητής την ονομάζει Σιδερόκαψα (Σιδηροκαύσια, δηλαδή περιοχή όπου καίνε το σίδερο). Τα αποσπάσματα, που προέρχονται από ανέκδοτη μετάφραση, είναι τα παρακάτω:
«Ύστερα από δυο ημέρες ταξίδι, καθώς ερχόμαστε από τη Θεσσαλονίκη, φθάσαμε στα μεταλλεία της Σιδεροκάψας, στη Μακεδονία, όπου η περιοχή που οι αρχαίοι την ονόμαζαν «χρυσίτιδα γη». Εκεί τώρα βρίσκεται ένα χωριό με τόσο μεγάλα έσοδα για τον Τούρκο από το ασήμι και τον χρυσό, που βγαίνουν από τη γη του, όσα δεν έχει και η μεγαλύτερη πόλη όλης της Τουρκίας.

Οπωσδήποτε δεν είναι πολύς καιρός, που άρχισε ξανά η εκμετάλλευση της περιοχής του για εξαγωγή χρυσού και ασημιού. Το χωριό ήτανε πριν κακοχτισμένο, αλλά τώρα μοιάζει με πόλη. Η Σιδερόκαψα βρίσκεται στους πρόποδες ενός βουνού που περιβάλλεται από κοιλάδες, σε μια τοποθεσία που θα μπορούσαμε να την συγκρίνουμε με την πόλη του Joachimstal στη Βοημία, τη γνωστή και με τη λατινική ονομασία Vallis Ioachimica.

Τα μέταλλα, που βγαίνουν από τη γη της Σιδερόκαψας, είναι εκείνα για τα οποία οι άνθρωποι, που εκμεταλλεύονται τα μεταλλεία, εγκαταστάθηκα εκεί και την έκαναν πυκνοκατοικημένη.

Οι κάτοικοι της περιοχής των μεταλλείων της Σιδερόκαψας είναι άνθρωποι μαζεμένοι από τα γύρω κράτη (Σλάβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Αλβανοί) και χρησιμοποιούν διαφορετικές γλώσσες…

… Οι μεταλλωρύχοι που εργάζονται τώρα εκεί, είναι οι περισσότεροι βουλγαρικής καταγωγής. Οι χωρικοί των γύρω χωριών, που έρχονται στην αγορά είναι Χριστιανοί και μιλούν σέρβικα κι ελληνικά. Οι Εβραίοι πολλαπλασιάζονται τόσο, ώστε τα ισπανικά έγιναν σχεδόν κοινά. Μιλώντας μεταξύ τους δεν μιλούν άλλη γλώσσα.
Σταματήσαμε κάπως περισσότερο στη Σιδερόκαψα, για να δούμε τα μεταλλεία, επειδή είχαμε την επιθυμία να γνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο χρυσός εξάγεται από τη φλέβα. Κι επειδή ο χρυσός είναι το τελειότερο και καθαρότερο απ’ όλα τα μέταλλα και του έδωσαν τόσο πολύ διαφορετικά ονόματα στην Ευρώπη, θελήσαμε να δούμε αν τα παίρνει από τις χώρες που βγαίνει. Ανακαλύψαμε, όμως, ότι η μη καθαρότητά του δεν οφείλεται παρά μόνο στη μη τήρηση των κανονισμών από εκείνους που ασχολούνται με το επάγγελμα…

… Οι μεταλλωρύχοι της Σιδερόκαψας δίνουν ένα πολύ μεγάλο ποσό χρυσού και ασημιού στον αυτοκράτορα των Τούρκων. Ό,τι παίρνει ο Τούρκος κάθε μήνα για λογαριασμό του, χωρίς να υπολογίζεται το κέρδος των εργατών, φθάνει τα 18.000 δουκάτα το μήνα, καμιά φορά τα 30.000, καμιά φορά περισσότερα, και καμιά φορά λιγότερα. Οι εισοδηματίες μου είπαν ότι δεν θυμούνται να είχαν εισπράξει τα τελευταία 15 χρόνια λιγότερο από 9-10 χιλ δουκάτα τον μήνα, για τα δικαιώματα του μεγάλου ηγεμόνα.
Τα μέταλλα καθαρίζονται από εργάτες Αλβανούς, Έλληνες, Εβραίους, Βλάχους, Κιρκάσιους, Σέρβους και Τούρκους. Υπάρχουν 500-600 καμίνια, σκορπισμένα στα βουνά της Σιδεροκάψας, όπου λειώνουν το μετάλλευμα. Δεν υπάρχει φούρνος χωρίς τους δικούς του εργάτες, που εργάζονται με δικά τους έξοδα. Οι εργάτες που φτυαρίζουν τα μεταλλεία μέσα στη γη και που εκμεταλλεύονται το βουνό, δεν χρησιμοποιούν τη θειική ράβδο, που χρησιμοποιούν οι Γερμανοί για τον εντοπισμό των φλεβών. Δεν γίνονται υπολογισμοί με βάση το τι βρέθηκε σκάβοντας. Τα είδη του πυρίτη και μαρκασίτη είναι διαφορετικού χρώματος. Δεν βρίσκουν καθόλου ασήμι και χρυσό καθαρό, αλλά τα παίρνουν λειώνοντας το μετάλλευμα. Δεν υπάρχει καθόλου χρυσόκολλα και κοβάλτιο και δεν χρησιμοποιούν γαιάνθρακα. Δεν υπάρχουν πουθενά λουλούδια στα μεταλλεία. Η εξαγωγή των μετάλλων γίνεται διαφορετικά από ό,τι στη Γερμανία.

Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μεταλλωρύχων είναι τα ίδια με εκείνα που παρατηρούνται στις άλλες χώρες. Αυτός που διαχωρίζει το ασήμι από το χρυσό, χρησιμοποιώντας θειικό οξύ (eau forte-aqua forte) ήταν Χριστιανός αρμενικής καταγωγής. Τα ονόματα, που χρησιμοποιούν σήμερα στη Σιδεροκάψα για να εκφράσουν διάφορους μεταλλικούς όρους, δεν είναι ελληνικά, ούτε τουρκικά. Γιατί οι Γερμανοί, που άρχισαν να ξαναεκμεταλλεύονται τα παραπάνω μεταλλεία, έμαθαν στους κατοίκους να ονομάζουν τα μεταλλευτικά αντικείμενα τα εδάφη και τα μηχανήματα της μεταλλευτικής με γερμανικά ονόματα…
… όλα τα καμίνια και οι φούρνοι είναι κτισμένοι στο μάκρος των ρυακιών. Γιατί οι τροχοί που κάνουν να εργάζονται οι φυσητήρες, γυρίζουν με τη δύναμη του νερού. Υπάρχουν επτά ρυάκια, που γυρίζουν αυτούς τους τροχούς…

… Τα καμίνια είναι φαρδιά, κτισμένα στη μέση του εργαστηρίου κι ενισχυμένα με πέτρες από το πίσω μέρος…
… καθώς είναι χτισμένα σε σχήμα αψίδας, στο μέρος απ’ όπου βγαίνει η φλόγα σχηματίζεται καθώς λειώνει το μέταλλο και κολλάει στο καμίνι και μαζί του αποβάλλεται κι ατμός από το μέταλλο…

… Οι φυσητήρες των φούρνων είναι εντελώς ίσιοι, έχοντας το ρύγχος προς τη γη, στο βάθος του καμινιού. Σηκώνονται και χαμηλώνουν από τα μπράτσα ενός τροχού, που γυρίζει έξω από το εργαστήρι, με τη δύναμη του νερού. Ο τροχός έχει δυο χιάσματα, που σχηματίζουν οκτώ μπράτσα, ενωμένα στη μέση μ’ ένα σίδερο από την ανάποδη. Τα τέσσερα πρώτα μπράτσα πιέζουν τους φυσητήρες και τα άλλα τέσσερα δεν εργάζονται συνέχεια, γιατί προορίζονται για τους φυσητήρες που χωρίζουν το μολύβι από το ασήμι.
Το καμίνι ή ο φούρνος, που αναφέρω πιο πάνω, έχει ένα μεγάλο άνοιγμα μεσ’ από το οποίο ρίχνουν το κάρβουνο και το μετάλλευμα, για να το λειώσουν. Υπάρχουν δυο μικρά ανοίγματα στο καμίνι. Το ένα βρίσκεται χαμηλά στη γη, απ’ όπου τρέχει το λειωμένο μετάλλευμα. Το άλλο λίγο πιο ψηλά, στη μέση του καμινιού κι απ’ αυτό βγαίνει ο αέρας. Το υλικό, βγαίνοντας από το κάτω άνοιγμα, τρέχει σε μια τρύπα κοντά στο φούρνο, όπου τ’ απορρίμματα του, που επιπλέουν στην επιφάνεια, απομακρύνονται από τους εργάτες με μια σιδηρένια βέργα.

Ο χρυσός, το ασήμι και το μολύβι που είναι ανακατωμένα, σαν πιο βαριά, μένουν στη ρευστή μεταλλική ρίζα. Κατά το ξεχώρισμα του μολυβιού από το ασήμι δεν χρησιμοποιείται κάρβουνο, αλλά η φλόγα από τα χοντρά ξύλα, που τη φυσάνε με δύναμη. Για το σκοπό αυτόν πρέπει οι φυσητήρες να είναι διαφορετικά βαλμένοι από τους πρώτους.

Οι φυσητήρες αυτοί είναι ίσιοι και στηρίζονται από το ρύγχος. Εκείνοι που προορίζονται για να διαχωρίζουν το μολύβι, είναι βαλμένοι στα πλάγια και το φύσημά τους γίνεται με τη βοήθεια του νερού και είναι, όπως είπαμε, στηριγμένοι σε τέσσερα μπράτσα. Το μολύβι που βγαίνει με το φύσημα της φλόγας του ξύλου, είναι διαφορετικό απ’εκείνο που λειώνει με το κάρβουνο και που περισσότερο μοιάζει με απορρίμματα μετάλλου…

… όταν θέλουν να ξαναλειώσουν τον γαληνίτη, δηλαδή να τον υποβάλλουν σε φρύξη τον σπάζουν πρώτα κι έπειτα τον ρίχνουν πάνω στην φωτιά από κάρβουνα και ξύλα. Ο γαληνίτης επειδή είναι σκληρός, σα μάρμαρο, θα έλειωνε πολύ δύσκολα στο καμίνι, αν δεν τον υπέβαλλαν σε φρύξη. Τον βάζουν στο καμίνι με πολλά ξύλα και κάρβουνα καίοντας ένα στρώμα γαληνίτη και συνέχεια ύστερα βάζουν κι άλλα στρώματα και τα καίνε, ώσπου να αλλάξει το χρώμα του μετάλλου, που μετά το βάζουν να λειώσει μέσα στο καμίνι…

… Δεν υπάρχει μεγάλη διαδικασία για τον διαχωρισμό του χρυσού από το ασήμι. Τούτο γίνεται μόνο με τη βοήθεια του θειικού οξέος, δουλειά που είναι επιφορτισμένος να κάνει ένας Αρμένης. Αυτός, αφού χωρίσει το ασήμι από τον χρυσό τα χτυπάει σε σχήμα, τετράγωνης πλάκας, που έχει πλάτος ενός ποδιού, μάκρος δυο και πάχος όσο η ράχη ξυραφιού. Τις πλάκες αυτές τις βάζει σ’ ένα κατάλληλο δοχείο, για να μπορεί να τις πασπαλίζει σχηματίζοντας ανάμεσα στις στρώσεις τους ένα στρώμα από αλάτι, στύψη γυαλιού και σπασμένο κεραμίδι και βάζοντας από πάνω του μια πλάκα από χρυσό. Όταν τελειώσει η τέτοια τοποθέτησή τους, τις ποτίζουν όλες μαζί με ξίδι. Ύστερα με τη δύναμη της φωτιάς που βγαίνει από κάρβουνα, τις αφήνουν να καούν και να καθαριστούν μια ολόκληρη μέρα ώσπου ο χρυσός να καθαριστεί καλά…
…Υπάρχουν περισσότεροι από 6000 εργάτες, που εργάζονται καθημερινά στα μεταλλεία της Σιδεροκάψας…
… Αφού όλη την εβδομάδα λειώσουν το μετάλλευμα και χωρίσουν το μολύβι από τον χρυσό και το ασήμι, κι αφού καθαρίσουν καλά το χρυσό και το ασήμι, τα διαχωρίζουν με θειικό οξύ. Ο χρυσός, έστω κι αν είναι καθαρός, καθορίζεται ακόμη μια φορά με τον τρόπο που αναφέραμε. Μετά χύνεται σε ράβδους και τραβιέται σε βέργες, μακριές 3-5 μέτρα περίπου, στρογγυλές και παχιές ένα δάχτυλο. Τις βέργες αυτές τις σημαδεύουν στο μήκος τους με χαραματιές, για να τις κόψουν σε ροδέλες βάρους ενός δουκάτου. Το κόψιμο γίνεται με ένα ψαλίδι κι ένα σφυρί σε μικρά κομμάτια, που μετά τα λεπταίνουν περισσότερο ζυγίζοντάς τα σε μια ζυγαριά. Τέλος, τα χτυπάνε σφραγίζοντάς τα σε δουκάτα και τα στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη».
Η ανθηρή αυτή κατάσταση, αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», φαίνεται ότι δεν κράτησε πολύ. Οι εργασίες σταμάτησαν όπως δείχνει ένα φιρμάνι του 1580, που απευθύνεται προς τον καδή του τόπου, υποχρεώνοντάς τον να θέσει σε λειτουργία τα μεταλλεία και να στείλει όσο μπορεί περισσότερα νομίσματα στην Κωνσταντινούπολη. Από το φιρμάνι αυτό βγαίνει το συμπέρασματα, ότι υπήρχε στη Σιδερόκαψα (Σιδεροκαύσια) και νομισματοκοπείο αργυρών και χρυσών νομισμάτων, που λειτουργούσε μάλιστα από την εποχή του Μουράτ Β’ (1421-1451).

Πολύτιμα μέταλλα και τουρκική οικονομία

Η φροντίδα για τα μεταλλεία δεν έτεινε στην ορθολογική αξιοποίησή τους, αλλά στη ληστρική εκμετάλλευσή τους. Γι’ αυτό και δεν έδωσαν την αναγκαία δύναμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να λύσει τα πολυπληθή κοινωνικά και οικονομικά της προβλήματα, που πίεζαν τους λαούς, οι οποίοι βρέθηκαν στη σκληρή κυριαρχία της, αλλά και τον δικό της λαό.
Όπως προειπώθηκε, η σπουδαιότητα των μεταλλείων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αφορούσε την ικανοποίηση της απληστίας των σουλτάνων και των αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας. Το ίδιο συνέβαινε και με τους φόρους, που αποτελούσαν πηγή πλουτισμού για τους μπέηδες, τους πασάδες και τους σπαχήδες των επαρχιών και των τιμαρίων, εκτός από το μερίδιο, που έπαινε ο σουλτάνος και η πολυπληθής Αυλή του απ’ αυτούς.
Ο Γ.Φίνλεϋ, αναλύοντας το όλο πλέγμα της οικονομίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γράφει, ότι είναι αδύνατο να δοθεί μια πλήρης εικόνα των οικονομικών πόρων και των νομισματικών συνθηκών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων, που έμπαιναν κάθε χρόνο σε κυκλοφορίας από την παραγωγή των μεταλλείων των σουλτανικών κτήσεων το τελευταίο μισό του δέκατου πέμπτου και στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα.
Το ποσό πρέπει να ήταν σημαντικό, αν συγκριθεί με τα μέτρα της εποχής. Στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, λειτουργούσαν πολύ παραγωγικά μεταλλεία στη Μακεδονία, Σερβία και Βοσνία. Στην Ασιατική Τουρκία τα μεταλλεία του Μπακίρ-κουρεσί κοντά στην Ινέμπολη, απέδιδαν μεγάλα ποσά στους εμίρηδες της Σινώπης και τα μεταλλεία του Κιουμούς-χανέ (Αργυρουπόλεως) στους αυτοκράτορες άλλοτε της Τραπεζούντος, ενώ πολλά παραγωγικά μεταλλεία αργύρου λειτουργούσαν στα βουνά, που απλώνονται από την Άγκυρα ως το Τοκάτ, χωρίζοντας την αρχαία Γαλατία από την Παφλαγονία και τον Πόντο, Εκτός από αυτά, και άλλα πολλά πλούσια μεταλλεία χαλκού και μολύβδου είχαν μεγάλη παραγωγή, που τα μέταλλα τους διοχετεύονταν στη Συρία, την Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική.
Μ’ αυτόν τον πλούτο των πολύτιμων μετάλλων θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε πάντα μια νομισματική σταθερότητα και πως το τουρκικό νόμισμα ήταν το πιο «σκληρό». Και όμως η σταθερότητά του δεν ήταν συνεχής, όπως μας πληροφορούν οι διάφοροι μελετητές των οικονομικών της Αυτοκρατορίας.

Νομισματική κατάσταση

Η νομισματική κατάσταση του Οθωμανικού Κράτους, γράφει ο Γ. Κατσούλης, παραμένει ένα πρόβλημα μπροστά στο οποίο τρομάζει ο μελετητής της οικονομικής ιστορίας των νεοτέρων χρόνων. Πράγματι, μια πλήρης νομισματική ακαταστασία κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ακαταστασία αυτή ήταν έκδηλη και αποτελούσε κερδοσκοπικό πόρο. Η έλλειψη νομισματικής ομοιομορφίας και ισχυρού εθνικού νομίσματος, αφενός και οι διαφορές μεταξύ ονομαστικής και εσωτερικής αξίας του τουρκικού γροσίου (κουρούς) έδιναν την ευκαιρία σε απίθανους κερδοσκοπικούς πλουτισμούς.
Το επίσημο τουρκικό νόμισμα ήταν το γρόσι (κουρούς) με τις υποδιαιρέσεις του (1 γρόσι = 40 παράδες, 1 παράς=3 άσπρα).
Οι σουλτάνοι είχαν εφαρμόσει την κερδοσκοπική τακτική της υποτιμήσεως. Κέρδιζαν συνεχώς τη διαφορά μεταξύ εσωτερικής και ονομαστικής αξίας, μια και ήσαν οι ίδιοι νομισματοκόποι. Έτσι, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα η εσωτερική αξία του γροσιού σε περιεχόμενο ασημιού έφθανε τους 28 παράδες, η ονομαστική του αξία ήταν 40 παράδες.
«Αν όμως η υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος αποτελούσε για το σουλτάνο, τους χρηματιστές (σαράφηδες) και τους εμπόρους πηγή θησαυρισμού και για τον τόπο ένα μέσο κεφαλαιοκρατικής συγκεντρώσεως, η απώλεια της ανταλλακτικής του αξίας οδηγούσε στην εξαθλίωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, που με τη σειρά της διευκόλυνε την τοκογλυφία, την ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση και την καταστροφή της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας».
Όμως δεν ήταν μόνο τα τουρκικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην περιοχή της Ελλάδος, καθώς και στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και ξένα, όπως τα ισπανικά πιάστρα, το βενετσιάνικο τσεκίνι, τα ουγγρικά τάλληρα, τα γαλλικά φράγκα κα
Ο Φίνλεϋ δίνει περισσότερες πληροφορίες για τη νομισματική αστάθεια στο Τουρκικό Κράτος που ο χρυσός και ο άργυρος ήταν τόσο άφθονα, αλλά αποτελούσαν μέσο θησαυρισμού και όχι αναπτύξεως.
«Οι Βυζαντινοί, γράφει, διατήρησαν αναλλοίωτη τη βάση του νομίσματος επτά ολόκληρους αιώνες. Αντίθετα οι αυτοκράτορες του οίκου των Παλαιολόγων φαίνεται πως βαθμιαία έφθειραν τη βάση του νομίσματος. Όμως καμία κυβέρνηση δεν έφθασε σε τέτοιο σημείο με την υποτίμηση του νομίσματός της, όσο η Οθωμανική|.
Η κερδοσκοπία των σουλτάνων με τη μέθοδο της νοθείας και της κιβδηλίας του νομίσματος και με τη συνεχή μείωση του χρυσού και του αργύρου που περιέχονταν σ’ αυτό, κέρδιζε αφάνταστα ποσά. Ο Μπωζούρ στη μελέτη του για το εμπόριο της Ελλάδος κατά την Τουρκοκρατία περιγράφει τη μέθοδο της νομισματικής κλοπής για πλουτισμό.
Όμως, δεν υπήρχαν μόνο χρυσά και αργυρά νομίσματα στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τους περιηγητές Δήμο και Νικόλα Στεφανόπολι, που έγραψαν τις αναμνήσεις τους για την περίοδο 1797 και 1798 μαθαίνουμε ότι υπήρχαν και σιδερένια νομίσματα κατά την Τουρκοκρατία.
«Σήμερα στη Μάνη – γράφουν οι δυο περιηγητές – χρησιμοποιείται η τουρκική μονέδα. Διατήρησαν, όμως, πολλά από τ’ αρχαία σιδηρένια νομίσματα, που πρέπει να ξέρεις την τιμή τους, γιατί περνάνε από πατέρα σε γιο κι επιμένουν σ’ αυτά, όπως ο γέροντας των Κυθήρων επέμενε να κρατά την πέτρα, που του χρησίμευε για τραπέζι. Βλέπεις πολλά και πολλών ειδών στο γραφείο του μπέη. Μερικά δείχνουν έναν καβαλάρη από τη μια όψη τους και από την άλλη ένα στεφάνι, που το διαπερνά διαμετρικά ένα ακόντιο, κρατημένο από ένα χέρι. Έχουν το μέγεθος δεκάρας…. Εκεί βλέπεις επίσης, χρυσά νομίσματα, μεγέθους πεντόφραγκου που παρουσιάζουν έναν καβαλάρη και από την άλλη τα γράμματα ΛΛΠ. Οι Στεφανόπολι δεν μάντεψαν στην αρχή τη σημασία της επιγραφής, αλλά παρατηρώντας ότι αυτά τα νομίσματα ήσαν χρυσά, πίστεψαν ότι αυτά έφθαναν στην εποχή του βασιλιά της Λακεδαίμονος, που πρώτος εισήγαγε σ’ αυτή την περιοχή τη χρήση του μετάλλου, και ότι τα δυο Λ και το Π σήμαιναν «Λύσανδρος Λακεδαίμων Πρωτόγερος».

Η μεταλλοτεχνία στην τουρκοκρατία

Με τέτοιο πλούτο πολύτιμων μετάλλων και λίθων δεν μπορούσε, παρά ν’ αναπτυχθεί και η τέχνη της κατεργασίας τους για στολισμό και επίδειξη. Όπως στην περίοδο των Βυζαντινών, κι εδώ ο χρυσός και ο άργυρος προσέδιδαν στο άτομο αξία, δείχνοντας το μέγεθος του πλούτου και το βαθμό του αξιώματός του. Παντού στην Τουρκοκρατία ήταν αναπτυγμένη η χρυσοχοΐα και η τέχνη των χαλκέων. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη, στην Τραπεζούντα και σε πολλές άλλες πόλεις, η χρυσοχοΐα και η χαλκουργία έφθασαν σε ύψιστο βαθμό, ενώ οι περισσότεροι τεχνίτες ήταν Έλληνες, Αρμένιοι και Ευρωπαίοι.
«Στη δημογραφική και οικονομική άνοδο της Θεσσαλονίκης – αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – σπουδαίο ρόλο έπαιξαν όχι μόνο οι Εβραίοι, αλλά και οι ορεινοί Έλληνες, από τα Άγραφα, οι οποίοι κατέφευγαν εκεί αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής,. Ήδη στα 1605 αναφέρονται Αγραφιώτες (στα τουρκικά έγγραφα ονομάζονται Σκούρτες), μόνιμα εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη. Κυρίως διακρίνονταν ως άριστοι τεχνίτες χάλκινων αγγείων, δηλαδή ως μπακιρτζήδες αλλά υπήρχαν και οπλοποιοί, σιδηρουργοί κλπ.
Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα η χαλκουργία ήταν τόσο προοδευμένη ώστε δημιουργήθηκε μια ολόκληρη τάξη (συντεχνία) χαλκέων, που και σήμερα στην τοποθεσία εκείνη υπάρχει και ναός, που τον έχτισαν οι χαλκουργοί (η Παναγία των Χαλκέων) και καταστήματα, που κατεργάζονται και διαθέτουν χάλκινα είδη, όχι τόσο για οικιακή χρήση, όσο για διακοσμητική.
Παρά την αφθονία των μετάλλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη ληστρική εκμετάλλευση των γνωστών τότε μεταλλείων η τουρκική διοίκηση δεν κατόρθωσε να κάνει καλή χρήση αυτού του ανεκτίμητου αγαθού που η φύση διέθετε για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Αυτοκρατορίας. Τα πολύτιμα μέταλλα προκάλεσαν όχι την επιθυμία για την ανθρώπινη ανόρθωση αλλά για άπληστο θησαυρισμό και για τη στρατιωτική ισχύ, που δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Αυτός ο πλούτος της απέραντης Αυτοκρατορίας που έβγαινε από τα έγκατα της γης με το μόχθο, τον ιδρώτα και το αίμα εκατομμυρίων δυστυχισμένων ανθρώπινων όντων, χρησιμοποιούνταν για τη ματαιοδοξία των σουλτάνων και τη στήριξη ενός τυραννικού καθεστώτος, που βασιζόταν στη βία και τον τρόμο. Όπως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τη δύναμη των πολύτιμων μετάλλων, το ίδιο και η Οθωμανική. Κι αυτή έπεσε και διαλύθηκε, όταν οι σουλτάνοι, οι αξιωματούχοι, οι κόλακες των ισχυρών και οι άρπαγες των επαρχιών ήταν πνιγμένοι στο χρυσάφι, στο ασήμι και στους πολύτιμους λίθους και τα μέγαρά τους βάραιναν από τον στολισμό με χρυσό κι άργυρο.