ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΟ
Η μεταλλοτεχνία στην αρχαία Ελλάδα γνώρισε εξελίξεις, που της έδωσαν κλασική αξία. Και στους δυο βασικούς τομείς της, τον ποιοτικό (μεταλλοτεχνία ποιότητος) και τον διαμορφωτικό (μεταλλοτεχνία διαμορφώσεως) η αρχαιοελληνική μεταλλοτεχνία σημείωσε προόδους αντίστοιχες προς τον ελληνικό πολιτισμό της περιόδου. Οι λειτουργοί της, παρατηρώντας τις ιδιότητες που αποκτούσαν τα μέταλλα στα κρίσιμα σημεία θερμοκρασίας κατά την επεξεργασία τους, ξεχώρισαν αυτές τις ιδιότητες και χρησιμοποιώντας τες κατάλληλα, κατόρθωσαν και ποιοτικά να βελτιώσουν πολλά μέταλλα και τις χρήσεις τους να πολλαπλασιάσουν και την τεχνική της επεξεργασίας τους να προαγάγουν.
Κόσμημα μέλισσας μινωικής περιόδουΑπό τα γεωμετρικά εργαστήρια του 8ου π.Χ. αι. έχουμε ευρήματα (χάλκινους τρίποδες) που οι εγχάρακτες και οι ανάγλυφες παραστάσεις τους δείχνουν εξαιρετικά αναπτυγμένη μεταλλοτεχνία. Το ίδιο και τα χρυσά κοσμήματα της ίδιας περιόδου (σκουλαρίκια, περιδέραια και χρυσές ταινίες), που βρέθηκαν σε τάφους της Αττικής. Ο Χιώτης χαλκοπλάστης Γλαύκος, τον 7ο π.Χ. αι. παρατηρώντας στο εργαστήρι του τις ιδιότητες που αποκτούσε ο σίδηρος με την επενέργεια της φωτιάς και του νερού, ανακάλυψε τον τρόπο συγκολλήσεώς του, πράγμα που πλάτυνε πολύ τους ορίζοντες της σιδηρουργίας.
Την ίδια εποχή οι ξακουστοί Σαμιώτες καλλιτέχνες Θεόδωρος και Ροίκος δουλεύοντας τον χαλκό στην αγαλματοποιία, ανακάλυψαν τον τρόπο να κατασκευάζουν αγάλματα με αδειανό το εσωτερικό τους (κοίλα), χύνοντας σε ειδικά καλούπια λειωμένο χαλκό για την κατασκευή των μερών τους, που ύστερα τα ένωναν με οδοντωτές ραφές, χωρίς ν’ αλλοιώνεται, ούτε στο ελάχιστο, η ενιαία εμφάνιση των έργων. Η τεχνική αυτή, όπως ήταν φυσικό, βρήκε εφαρμογές και σε άλλους τομείς της χαλκουργίας, αλλά και της μεταλλοτεχνίας γενικότερα, με συνέπεια όχι μόνο την επέκταση των μεταλλοκατασκευών, αλλά και την οικονομία στα μέταλλα.
Κατά την κλασική εποχή οι Αθηναίοι παρατήρησαν το φαινόμενο της επανθίσεως του αργύρου που, όπως αναφέρεται παραπάνω, βρήκε εφαρμογή στη νομισματοκοπία, αλλά και σε άλλους βιοτεχνικούς κλάδους, που επεξεργάζονταν το πολύτιμο αυτό μέταλλο κι έπρεπε να ελέγχουν την καθαρότητά του.
Σημαντικές ήταν και οι βελτιώσεις, που είχαν επιφέρει οι Αρχαιοέλληνες στο χαλκό. Επέτυχαν κι εδώ να ελέγχουν την καθαρότητά του και να παρασκευάζουν κρατέρωμα (μπρούντζο) σε μεγάλη ποικιλία, ακόμη και για ειδικές χρήσεις. Για την κατασκευή των σφραγίδων π.χ. που χρησιμοποιούσε η νομισματοκοπία τον 5ο και 4ο αι. παρασκεύαζαν ειδικό κρατέρωμα, που περιείχε χαλκό 67,8% κασσίτερο 24,2% και μόλυβδο 8%. Η χρήση αυτού του κρατερώματος για την κατασκευή σφραγίδων, που χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπών, αποτελεί απόδειξη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν παρατηρήσει και αξιοποιήσει στη μεταλλοτεχνία τους την εξάρτηση της σκληρότητας και της ανθεκτικότητας του χαλκού από την αναλογία της περιεκτικότητός του σε άλλα μέταλλα (κασσίτερο και μόλυβδο). Επίσης και την κατεργασία του χάλυβα είχαν σημειώσει αντίστοιχες προόδους.
Τον 4ο αι. π.Χ. – γράφει ο Γεώργιος Βαρουφάκης στην εργασία του «Η αρχαία βιβλιογραφία και παράδοσις υπό το πρίσμα του τεχνικού» - οι αρχαίοι μεταλλοτεχνίτες είχαν φθάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής, σε ό,τι αφορά την παραγωγή και κατεργασία του χάλυβα, ώστε να τον χρησιμοποιούν, εκτός των άλλων, και στη διαμόρφωση κραμάτων χαλκού στον τόρνο. Μόνον όταν άρχισε η χρήση σκληρού χάλυβα στην κατασκευή κοπτικών εργαλείων, μπόρεσε ο τόρνος να πάρει τη θέση του στην ιστορία των μετάλλων και ν’ αποτελέσει από τότε ένα από τα πιο βασικά εργαλεία στη διαμόρφωσή τους.
Κι έπειτα, τα πολυσύνθετα μηχανήματα που κατασκεύαζαν, προπάντων εκείνα που εξαρτήματά τους παρουσίαζαν μεγάλη ελαστικότητα και αντοχή, όπως τα τεράστια τόξα στους πολεμικούς καταπέλτες, γίνονταν από χάλυβα, πάνω στον οποίο είχαν διαπιστωθεί οι ειδικές ιδιότητες, που αποκτούσε με τη βαφή του. Γι’ αυτό, εξάλλου, στην ποιοτική επεξεργασία του σιδήρου χρησιμοποιούσαν, εκτός από νερό και λάβι κατά τη στόμωσή του.
«Οι αρχαίοι Έλληνες – αναφέρεται στη «Γενική Ιστορία των Επιστημών» (τ.Ι. σελ. 143-144) – είχαν πολύ προοδεύσει στη μεταλλουργία. Έκαναν χρυσά και αργυρά νομίσματα. Έκαναν διάφορα κράματα: με χρυσό και χαλκό τον «υπόχαλκον» ή «κατάχαλκον χρυσόν», με χαλκό και κασσίτερο το «κρατέρωμα» (τον σημερινό μπρούντζο), με χαλκό και ψευδάργυρο τον ορείχαλκο. Υπέβαλλαν σε ανάλυση τα μεταλλεύματα, που τα ονόμαζαν «λίθους των μεταλλευομένων» ή «μεταλλευτούς» και το έδαφος, την «γεωργουμένην» ή «φυτευομένην γην». Έκαναν ακόμη αναλύσεις των υδάτων, που τα διέκριναν σε «σκληρά» και «μαλακά», των κρασιών, του γάλακτος, των ούρων και κατασκεύαζαν πολύπλοκα αρώματα, χρώματα και φάρμακα».
Όλ’ αυτά σημαίνουν επιστημονική εξέταση των προβλημάτων της μεταλλείας κι εφαρμογή των συμπερασμάτων στην ποιοτική βελτίωση των μετάλλων.
Όσο για τη μεταλλοτεχνία διαμορφώσεως, οι πρόοδοί της φαίνονται από την ανάπτυξη των βασικών βιοτεχνικών κλάδων της αρχαιοελληνικής περιόδου, δηλαδή της νομισματοκοπίας, της κοσμηματοποιίας, της ανδριαντοποιίας, της οπλοποιίας και της σιδηρουργίας.
Η νομισματοκοπία
Κατά την παράδοση, στην κυρίως Ελλάδα πρώτος έκοψε νομίσματα ο βασιλιάς του Άργους Φείδων, τον 7ο π.Χ. αι. Τα έκοψε μάλιστα στην υποτελή του τότε Αίγινα, που ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο. Νομίσματα χρυσά και αργυρά πρωτόκοψαν, κατά τον Ηρόδοτο, οι Λυδοί, από τους οποίους η χρήση τους διαδόθηκε στους γείτονές τους Ίωνες της Μ.Ασίας κι από τους τελευταίους στην κυρίως Ελλάδα, με πρώτα τα νομίσματα του Φείδωνος.
Χάλκινο Μυκηναϊκό τάλαντοΠιο μπροστά χρησιμοποιούνταν για νομίσματα πλακίδια ή σφαιρίδια από χρυσό ή άργυρο ή ήλεκτρο (φυσικό μίγμα χρυσού και αργύρου) και «οβελοί» ή «οβολοί» (λεπτές και μικρές ράβδοι) από σίδερο.
Υπό τις δύσκολες αυτές ανταλλακτικές συνθήκες τα νομίσματα, μετά την εισαγωγή τους από τον Φείδωνα, δεν άργησαν να διαδοθούν και στις άλλες Ελληνίδες πόλεις, γιατί σύντομα καταφάνηκε η μεγάλη τους σημασία στην ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας γενικότερα, με συνέπεια η κοπή τους να γενικευθεί σ’ όλα την Ελλάδα και τις αποικίες της ως τον 5ο π.Χ. αι.
Για την κοπή νομισμάτων, κατά κανόνα, χρησιμοποιούνταν τα ευγενή μέταλλα, χρυσός και άργυρος, εκτός από τις μικρής αξίας υποδιαιρέσεις τους, -όπως το όγδοο του οβολού στην Αθήνα – που συνήθως γίνονταν από χαλκό. Όμως υπήρξαν και περιπτώσεις, που χρησιμοποιήθηκαν και άλλα μέταλλα, όπως σίδηρος στη Σπάρτη και τις Κλαζομενές, και ψευδάργυρος στη Σικελία. Επίσης και περιπτώσεις με μεταλλικά μίγματα, όπως κασσίτερος με χαλκό στις Συρακούσες από το Διόνυσο Α΄ και στη Μακεδονία από τον Πέρδικα Β΄, καθώς κι επιχρυσωμένος μόλυβδος, όπως λέει ο Ηρόδοτος (ΙΙΙ 56), ότι χρησιμοποίησε ο Πολυκράτης σε νόμισμα της Σάμου. Πάντως, τα πολύτιμα μέταλλα ήταν εκείνα, που έδιναν αξία στα νομίσματα και η καθαρότητα τους σ’ αυτά αποτελούσε κύρια επιδίωξη της αρχαιοελληνικής οικονομίας.
Η πιο συνηθισμένη νομισματική μονάδα ήταν η αργυρά αττική δραχμή, βάρους 4,336 γρ. Ο αττικός στατήρας, από άργυρο κι αυτός, ισοδυναμούσε με δύο δραχμές, η μνα με 100 και το τάλαντο με 6.000 αργυρές δραχμές.
Χρυσά νομίσματα στην αρχαία Ελλάδα κυκλοφόρησαν: Οι αττικοί στατήρες, που κόπηκαν για να συναγωνισθούν τους περσικούς «δαρεικούς» και ισοδυναμούσαν με 20 αργυρούς, οι κυζικηνοί στατήρες, που ισοδυναμούσαν με 28 δραχμές, οι αιγινήτικοι, οι λαμψακηνοί, οι μακεδονικοί, οι πτολεμαϊκοί (της Αλεξανδρείας) κ.α.
Αργυρός στατήρας ΑίγιναςΌλες οι ανεξάρτητες Ελληνίδες πόλεις έκοβαν νομίσματα, πράγμα που επιβεβαίωνε και την πολιτική τους ανεξαρτησία. Γι’ αυτό και κατά τους χρόνους της Αθηναϊκής Συμμαχίας (5ος π.Χ. αι.) οι πόλεις που υπάγονταν σ’ αυτήν –εκτός από την Αθήνα, φυσικά –έπαψαν να κόβουν νομίσματα και χρησιμοποιούσαν όλες τα αθηναϊκά. Γι’ αυτό, επίσης, κατά τους μακεδονικούς χρόνους οι «φιλίππειοι» και οι «αλεξάνδρειοι» αντικατέστησαν τους στατήρες όλων σχεδόν των άλλων πόλεων. Ακόμη, κυκλοφόρησαν και νομίσματα Αμφικτυονιών και Συμπολιτειών, όπως της Αρκαδικής, της Φωκικής, της Βοιωτικής (επί Επαμεινώνδα), της Αχαϊκής κ.α.
Ο Μ. Αλέξανδρος καθιέρωσε τον μονομεταλλισμό του αργύρου, διατιμώντας τον χρυσό μακεδονικό στατήρα 50 αττικές δραχμές. Όμως η νομισματική του αυτή μεταρρύθμιση δεν τηρήθηκε από τους Διαδόχους. Κατά την αλεξανδρινή εποχή τα ελληνιστικά κράτη των Διαδόχων στην Ανατολή έκοψαν κι ενιαία νομίσματα. Στην κυρίως Ελλάδα, επίσης, οι πόλεις και οι συμπολιτείες, που διατηρούσαν την πολιτική τους ανεξαρτησία, έκοβαν δικά τους νομίσματα.
Η κοπή των νομισμάτων γινόταν σε ειδικά εργαστήρια, τα νομισματοκοπεία, αφού πρώτα καθορίζονταν από την Πολιτεία, η αναλογία των βασικών τους μετάλλων, το βάρος τους, το σχήμα τους κι οι παραστάσεις και λέξεις, που θα έφερναν στις δύο όψεις τους. Τα νομισματοκοπεία πήραν την τελειότερη τους μορφή κατά την κλασική εποχή και η οργάνωση και λειτουργία τους περιγράφεται πιο πάνω, στο κεφάλαιο για τ’ «αργυρεία» του Λαυρίου. Από τότε και πέρα δεν έχουμε νομίσματα που να παρουσιάζουν τεχνική, από την οποία να συμπεραίνεται ότι είχαν επέλθει σημαντικές βελτιώσεις στα νομισματοκοπεία. Αλλ’ ούτε και λείψανα νεωτέρων νομισματοκοπείων βρέθηκαν ως τώρα.
Τα καθαρότερα αρχαιοελληνικά νομίσματα ήταν, από τ’ αργυρά τα αθηναϊκά, με πάνω από 99.5% άργυρο, κι από τα χρυσά οι μακεδονικοί στατήρες, από τότε που ο Φίλιππος Β΄ στο νομισματικό του πόλεμο εναντίον των «δαρεικών» χρησιμοποίησε και την καθαρότητα σε χρυσό των «φιλιππείων» του (99.6%). Η τεχνική της αρχαιοελληνικής νομισματοκοπίας σημειώνει προοδευτικές βελτιώσεις, που κορυφώνονται στην κλασική εποχή, οπότε τα νομίσματα παρουσιάζουν και κανονικότερα σχήματα και τελειότερες παραστάσεις.
Αργυρό δεκάδραχμον Συρακουσών (395 π.Χ.)Το σχήμα τους, κατά κανόνα, είναι στρογγυλό (δισκοειδές) και οι παραστάσεις τους περιλάμβαναν στην αρχαϊκή εποχή – από τα τέλη του 7ου π.Χ. αι. – ζώα και φυτά, που αποτελούσαν σύμβολα των πόλεων κοπής των νομισμάτων, έχοντας σχέση με τη μυθολογία, τη θρησκεία και τις καλύτερες επιδόσεις των κατοίκων τους. Αργότερα παρουσιάζουν ανθρώπινες μορφές, κυρίως κεφάλια θεών στην αρχή, νυμφών και ηρώων αργότερα και θνητών τελευταία, με κυρίαρχους τους βασιλιάδες από τα μακεδονικά χρόνια. Σε μερικές περιπτώσεις έχουμε κι αντιγραφές καλλιτεχνικών έργων, χάρη στις οποίες αποκτήσαμε σαφέστερη γνώμη για μερικά αριστουργήματα της αρχαιοελληνικής τέχνης, που χάθηκαν. Μαζί με τις παραστάσεις, στο περιθώριο ή και στον άλλο κενό χώρο των όψεων, αναγράφονταν, η αξία του νομίσματος, το όνομα της πόλεως ή της συμμαχίας, που το έκοψε, και στα νομίσματα της ελληνιστικής εποχής τα ονόματα των βασιλιάδων που απεικονίζουν. Διεθνές νόμισμα, ως τον 1ο π.Χ. αι., είχε καταστεί το αθηναϊκό τετράδραχμο. Τέλος, ωραιότερα από κάθε άποψη αρχαιοελληνικά νομίσματα θεωρούνται τα αττικά δεκάδραχμα, που κόπηκαν επί Κίμωνος σ’ ανάμνηση της μάχης στο Μαραθώνα, τα «δημαρέτεια» των Συρακουσών και τα συρακουσιανά, επίσης, νομίσματα των σφραγιδογλύφων Κίμωνος και Ευαινέτου (5ος και 4ος π.Χ. αι.)
Η κοσμηματοποιία
Η κοσμηματοποιία συνέχισε και κατά την αρχαιοελληνική περίοδο τη λαμπρή της πορεία, που είχε αρχίσει από τα προϊστορικά χρόνια. Και στους δυο της τομείς- αυτόν που αποσκοπεί στον εξωραϊσμό της εξωτερικής εμφανίσεως του ίδιου του ανθρώπου κι αυτόν που στολίζει διάφορα αντικείμενα χρήσεως και χώρους με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από το σπίτι ως τον τάφο - η αρχαιοελληνική τέχνη έδωσε δείγματα της υψηλής στάθμης της και στην κοσμηματοποιία. Χρησιμοποιώντας για πρώτη ύλη χρυσό, αργυρό, ήλεκτρο, μαργαριτάρια, πολύτιμους λίθους κ.α., κατασκεύαζε κοσμήματα εξαιρετικής λεπτότητoς, με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαιοελληνικής τέχνης, και όλες οι κατά τόπους κι εποχές τεχνοτροπίες εκφράζονται και στα κοσμήματα αυτής της περιόδου. Αλλά και στην επιχρύσωση αγγείων και άλλων αντικειμένων (λίθινων, γυάλινων και ξύλινων) χρησιμοποιούνταν χρυσός κατά τον Πλίνιο (37.20).
Έτσι, η αρχαϊκή και η κλασική κοσμηματοποιία έδωσαν, σκουλαρίκια, που παριστάνουν περιστέρια, κεφάλια βοδιών και μοσχαριών, μικρούς κομψούς αμφορείς, κουδουνάκια κ.α. Στολίδια για τα χέρια (δαχτυλίδια, βραχιόλια κλπ.) και για τα πόδια (ταρσό και κνήμη) και κολιέ (περιδέραια) για το λαιμό, σε ποικίλα σχήματα (φιδιών, αλυσίδων, ελασμάτων, πλακών κ.α.) Πόρπες, καρφίτσες και άλλα στολίδια για τα ρούχα και τα μαλλιά, που πολλά τους αποτελούν καλλιτεχνικά αριστουργήματα, εκφράζοντας θαυμαστή έμπνευση, χάρη και καλαισθησία. Η κοσμηματοποιία της ελληνιστικής εποχής δείχνει προτίμηση στα δικτυωτά σχήματα, που τα ποικίλλει με σμαλτωμένες πλάκες. Οι δακτύλιοι, που χρησιμοποιήθηκαν και κατά τις προηγούμενες ιστορικές εποχές, εξακολουθούν να διακρίνουν και την τεχνοτροπία της ελληνιστικής.
Η ανδριαντοποιία
Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς που κατασκεύασε ο Φειδίας (αναπαράσταση).Η ελληνική γλυπτική, που κατά την ιστορούμενη περίοδο έδωσε τα καλύτερα αριστουργήματα όλων των αιώνων, σε παγκόσμια κλίμακα, στον κλάδο της ανδριαντοποιίας χρησιμοποίησε για βασικό υλικό και τον χαλκό, σε κρατέρωμα (μπρούντζο), κατασκευάζοντας μ’ αυτόν μπρούντζινα αγάλματα. Ως τον 70 π.Χ. αι. τ’ αγάλματα αυτά οι καλλιτέχνες τα κατασκεύαζαν όπως και τ’ άλλα μεγάλα χάλκινα αντικείμενα (λέβητες κλπ.), σφυρηλατώντας σε ελάσματα τα μέρη τους, που κατόπιν τα ένωναν μεταξύ τους. Αυτός ο τρόπος παρουσίαζε τεχνικές δυσκολίες και στη σφυρηλάτηση των μερών, και στην ένωση τους. Ώσπου στις αρχές του 6ου π.Χ. αι. οι Σαμιώτες χαλκοπλάστες ανδριαντοποιοί Θεόδωρος και Ροίκος επινόησαν καινούργια μέθοδο για τη χαλκοπλαστική ανδριαντοποιία. Σύμφωνα με αυτήν, οι ανδριάντες γίνονται με χύτευση κατά τμήματα, που έχουν κοίλο το εσωτερικό τους. Δηλαδή σε ειδικά καλούπια, που ετοιμάζονται με βάση το πρόπλασμα του καλλιτέχνη, χύνεται λειωμένος μπρούντζος και τα σχηματιζόμενα χυτά τμήματα του ανδριάντα μετά τη συναρμολόγηση τους, που γίνεται με οδοντωτές (πριονωτές) ραφές, παρουσιάζουν ένα σύνολο ενιαίο και υπέροχο, χωρίς η εμφάνισή του να δείχνει πως έγινε κομματιαστό.
Η επινόηση αυτή βοήθησε στο να γνωρίσει μεγάλη διάδοση η χαλκοπλαστική ανδριαντοποιία, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο και τη Μεγάλη Ελλάδα. Στο Άργος και στη Σικυώνα αναπτύχθηκαν οι φερώνυμές τους ξακουστές σχολές, που ανέδειξαν μεγάλους καλλιτέχνες και δασκάλους της Τέχνης, όπως τον Αριστοκλή, τον Κάναχο, τον Ευτελίδα, τον Χρυσόθεμη, τον Λύσιππο, κ.α. Αλλά και πολλοί δουλευτές του μαρμάρου Αρχαιοέλληνες γλύπτες χρησιμοποίησαν και τον χαλκό (μπρούντζο) σε έργα τους. Επίσης και χρυσό, σε συνδυασμό με το ελεφαντόδοντο (φίλντισι). Μεταξύ τους και ο μεγαλύτερος απ’ όλους Φειδίας, που αρκετά από τ’ αγάλματά του ήταν χάλκινα και χρυσελεφάντινα. Ανάμεσα στα τελευταία και τα δύο ανεπανάληπτα αριστουργήματα της γλυπτικής, της Παρθένου Αθηνάς στον Παρθενώνα και του Δία στο φερώνυμό του ναό της Ολυμπίας. Και τα δύο κοσμούνταν από πολυσύνθετες παραστάσεις, και για το πρώτο είχε χρησιμοποιηθεί χρυσός, που το βάρος του, κατά τον Θουκυδίδη (ΙΙ 13), έφθανε τα 40 τάλαντα, δηλαδή 1.150 κιλά περίπου.
Το πλήθος αυτών των μεταλλικών αγαλμάτων, η δεξιότης της επεξεργασίας τους και η εκφραστικότης τους, που τα κάνει αιώνια αριστουργήματα της γλυπτικής τέχνης, δείχνουν το πόσο ψηλά είχε φτάσει η διαμορφωτική μεταλλοτεχνία κατά την αρχαιοελληνική περίοδο, ως την κλασική εποχή.
Κατά την ελληνιστική εποχή οι καλλιτέχνες περιορίστηκαν στην απομίμηση των αριστουργημάτων των κλασικών χρόνων. Όμως, και αυτών τα έργα, αν και αντίγραφα, δείχνουν πως η καλλιτεχνία εξακολούθησε να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και στα αλεξανδρινά χρόνια.
Η οπλοποιία
Ένας από τους πιο σημαντικούς κλάδους της αρχαιοελληνικής βιοτεχνίας ήταν και η οπλοποιία. Κάθε Ελληνίδα πόλη διέθετε ειδικά εργαστήρια, τα οπλοποιία, όπου κατασκευάζονταν τα όπλα, με τα οποία υπολόγιζε πως θα εξασφάλιζε την άμυνα της σε περιπτώσεις εχθρικών επιθέσεων εναντίον της, ή πως θα τη βοηθούσαν στην πραγμάτωση κατακτητικών της σκοπών. Ακόμη και για την τήρηση της τάξεως, και για την προστασία του πολιτεύματος χρειάζονταν τα όπλα. Και κατά την ιστορούμενη περίοδο στην Ελλάδα επικρατούσε το δουλοκτητικό σύστημα, που είχε μεγάλη ανάγκη από την επιβολή των όπλων, για να διατηρηθεί.
Έτσι, όπλα της κάθε εποχής κατασκευάζονταν σε όλες τις Ελληνίδες πόλεις. Φυσικά, κάτω από τον έλεγχο του Κράτους, που όσο περισσότερο απολυταρχικό (ολιγαρχικό ή τυραννικό) καθεστώς εκπροσωπούσε, τόσο αυστηρότερη ήταν η επίβλεψή του. Κι επειδή τα όπλα παντού και πάντα πρέπει να είναι και πολλά και καλά, αλλά και να βελτιώνονται συνεχώς, στην οπλοποιία, περισσότερο από τους άλλους βιοτεχνικούς τομείς, είχε γίνει ο καταμερισμός εργασίας, με ξεχωριστά εργαστήρια για ασπίδες (ασπιδοποιεία), δόρατα, τόξα κλπ.
Από τον 7ο π.Χ. αι. είχαν αναπτυχθεί και μερικά μεγάλα κέντρα παραγωγής όπλων, όπως στην Κόρινθο, στο Άργος και στη Χαλκίδα, κι αργότερα και στην Αθήνα. Ξακουστά ήταν τα σπαθιά της Χαλκίδας και οι πανοπλίες της Κορίνθου. Για την κατασκευή των όπλων χρησιμοποιούνταν, χάλυβας για τα αιχμηρά και κοφτερά (άκρες των ακοντίων, ξίφη κλπ.), χαλκός, μπρούντζος και άργυρος για τα ελασματικά (ασπίδες, θώρακες, περικεφαλαίες κλπ.) και χρυσός για τη διακόσμησή τους, όπου χωρούσε. Μεγάλη ποικιλία σε όπλα παρουσίασε η αρχαιοελληνική οπλοποιία στην οκτακοσιόχρονη περίπου εξελικτική διαδρομή της, ατομικά και ομαδικά, επιθετικά και αμυντικά, αγχέμαχα και εκηβόλα. Αλλά και οι διαφορετικοί τύποι των ίδιων όπλων στις ίδιες εποχές (άλλα π.χ. τα δόρατα των Αθηναίων, άλλα των Θηβαίων και άλλες οι μακεδονικές σάρισες) μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο την ποικιλία τους.
Πολλοί από τους τύπους των αρχαιοελληνικών όπλων ήταν ξενόφερτοι, όμως τροποποιημένοι σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις. Υπήρχαν, βέβαια, και ελληνικής επινοήσεως όπλα, ανάμεσα στα οποία το κορινθιακό κράνος και η ασπίδα των οπλιτών με τη διπλή λαβή, που θεωρούνταν από τα πιο καλά στο είδος τους. Η βελτίωση τους προχωρούσε αδιάκοπα κι αυτή. Έτσι, από τα ατομικά όπλα και τους απλούς πολιορκητικούς κριούς της αρχαϊκής εποχής οι Αρχαιοέλληνες έφθασαν, κατά την κλασική εποχή να κατασκευάζουν και ομαδικά μηχανικά, τους καταπέλτες και τις κριοφόρες χελώνες, που ο Δημήτριος ο Πολιορκητής τις εξέλιξε σε τεράστια πολιορκητικά μηχανήματα, τις ελεπόλεις. Όλα τ’ αρχαιοελληνικά όπλα, ατομικά και ομαδικά, γνώρισαν διαφοροποιητικές εξελίξεις και κατά την ελληνιστική εποχή. Στην εξέλιξη των μηχανικών απ’ αυτά συνέβαλε πολύ και η μεγαλοφυΐα του Αρχιμήδη (287-212 π.Χ.), που οι εφευρέσεις του στον τομέα των αμυντικών μηχανικών όπλων είχαν προξενήσει φόβο και τρόμο στους Ρωμαίους. Όμως, κατά την εποχή αυτή η οπλοκατασκευαστική - και η μεταλλουργική γενικότερα - δραστηριότης των Ελλήνων μεταφέρει τα κέντρα της έξω από την κυρίως Ελλάδα, στις περιοχές που διαθέτουν πλούσια μεταλλεία κι αποτελούν τα βασίλεια των Διαδόχων και των Επιγόνων. Στην Αλεξάνδρεια, στην Πέργαμο, στην Κύζικο κ.α. Η Ρόδος τότε, που από τον 4ο π.Χ. αι. είχε εξελιχθεί σε μεγάλο ναυτεμπορικό και πολιτισμικό κέντρο και που ως τον 1ο μ.Χ. αι. διατήρησε την ανεξαρτησία της, κοντά στις άλλες βιοτεχνίες, ανέπτυξε κι εξαιρετική οπλοποιία. Αντίθετα, τα εργαστήρια όπλων στην Αργολίδα και στη Λακωνία πέφτουν σε μαρασμό.
Με λίγα λόγια, κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους περισσότερα καμίνια και αμόνια δούλευαν στα οπλοποιεία, και το ενδιαφέρον της Πολιτείας για τη συνεχή βελτίωση της παραγωγής τους ήταν μεγαλύτερο. Γιατί τα προϊόντα τους ήταν όπλα, που σε κάθε Ελληνίδα πόλη επέβαλλαν την τάξη, στήριζαν το καθεστώς κι εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία της. Γι’ αυτό και πολλά είναι τα επιτεύγματα της αρχαιοελληνικής μεταλλοτεχνίας, που οφείλονται στα καμίνια και στα αμώνια της οπλοποιίας της.
Η σιδηρουργία
Η σιδηρουργία δηλαδή η διαμορφωτική επεξεργασία του χυτοσίδηρου και του χάλυβα, κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, εκτός από τις ανάγκες της οπλοποιίας, κάλυψε, γενικά θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, και τις εργαλειοκατασκευές. Όλα τα εργαλεία, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα κι από τ’ απλά ως τα σύνθετα (μηχανήματα), κατασκευάζονταν από σίδερο (χυτοσίδηρο ή χάλυβα). Γιατί εξαιτίας των ιδιοτήτων του, προπάντων της σκληρότητος και της ελατότητος, οι οποίες ρυθμίζονταν κατά την επεξεργασία του σύμφωνα με τον προορισμό του, ο σίδηρος προσφερόταν καλύτερα από τ’ άλλα μέταλλα στις κατασκευές εργαλείων.
Από τον 8ο π.Χ. αιώνα οι Έλληνες σιδηρουργοί, μελετώντας τα επιτεύγματα των συναδέλφων τους της Ανατολής, ξεπέρασαν όλες τις δυσκολίες που παρουσίαζε η επεξεργασία του σιδήρου κι αντικατέστησαν μ’ αυτόν τον μπρούντζο στην κατασκευή εργαλείων και πολλών όπλων (αιχμηρών και κοφτερών). Από τότε παρουσιάζονται να γνωρίζουν και τον τρόπο παραγωγής του χάλυβα. Πολλά ήταν τα σιδηρουργεία, που είχαν εγκατασταθεί σε όλους τους αρχαιοελληνικούς οικισμούς, γιατί εξυπηρετούσαν τη βασικότερη από τις ανάγκες των κατοίκων τους. Την κατασκευή και την επισκευή των λογής εργαλείων, που τους ήταν απαραίτητα για τον αγώνα της ζωής. Τα βελόνια, τα ψαλίδια, τα μαχαίρια, τα πελέκια, τα υνιά, οι σκαπάνες, οι γερές αλυσίδες, τα καλέμια, τα σφυριά, οι σμίλες, τα πριόνια και πολλά άλλα εργαλεία, απαραίτητα για να γίνουν τα ρούχα, να δουλευτούν τα χωράφια και τ’ αμπέλια, να κλαδευτούν οι ελιές και τ’ άλλα δένδρα, να θηρευθούν τα ζώα, να κτισθούν τα σπίτια και οι ναοί, να ναυπηγηθούν τα καράβια, να βγουν από τα σπλάχνα της γης τα μέταλλα, να πελεκηθούν τα μάρμαρα κλπ., κλπ., όλα έπρεπε να είναι σιδηρένια, για να είναι πιο ανθεκτικά κι αποδοτικά, και γι’ αυτό γίνονταν από τον κατάλληλο κάθε φορά σίδηρο στα σιδηρουργεία.
Με τις παρατηρήσεις επάνω στη δουλειά και με τις πληροφορίες που εισάγονταν, μέσω του εμπορίου κυρίως, από το εξωτερικό για τις προόδους της σιδηρουργίας, η οργάνωση της εργασίας της όλο και βελτιωνόταν και τα προϊόντα της συνεχώς ανέβαιναν ποιοτικά και πλήθαιναν ποσοτικά και ειδολογικά. Έτσι, δίπλα στο ησιοδικό ξυλάλετρο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, που κοντά στ’ άλλα ρήμαξε κι αγρίεψε την καλλιεργήσιμη αττική γη, έκανε την εμφάνιση του και το σιδηράλετρο για την καλύτερη καλλιέργειά της.
Βέβαια, εξαιτίας της φθοράς του σιδήρου με το σκούριασμα, δεν έφτασαν ως την εποχή μας δείγματα της αρχαιοελληνικής σιδηρουργίας, που θα μας βοηθούσαν να σχηματίσουμε απ’ αυτά μια σαφή εικόνα της εξελικτικής πορείας της. Όμως, από τα έργα που έγιναν με τη βοήθεια των εργαλείων της περιόδου, μπορούμε ασφαλώς να σχηματίσουμε αυτή την εικόνα αρκετά διαφωτιστική. Και τα έργα αυτά, από τα πιο μικρά και απλά ως τα πιο μεγάλα και πολυσύνθετα, παρουσιάζουν μια τεχνική, όπου το σχέδιο και η εκτέλεση, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο τελειοποιούνται, για να κορυφωθεί η τελειότητα τους στην κλασική εποχή, χωρίς να σημειώσει πισωδρόμηση κατά την ελληνιστική, οπότε, αν δεν πρωτοτυπεί, αλλά μιμείται, είναι γιατί επιτελεί την ύψιστη αποστολή της, να βοηθήσει και αυτή στη διάδοση του κλασικού πολιτισμού σε όλες τις χώρες που κατέκτησε ο Μ. Αλέξανδρος. Όμως, η τελειότητα στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση χρειάζεται κι αντίστοιχα τέλεια όργανα. Οι σχεδιαστές των έργων της Ακροπόλεως και της «Συρακοσίας», π.χ. έκαναν τ’ αρχιτεκτονικά τους σχέδια με βάση τις τότε δυνατότητες, που δεν στηρίζονταν μόνο στις πρώτες ύλες και στις ικανότητες των εκτελεστών των σχεδίων, αλλά και στην καταλληλότητα, των εργαλείων, που θα χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεσή τους.
Όλ’ αυτά οδηγούν στο αναμφισβήτητο συμπέρασμα, ότι η αρχαιοελληνική σιδηρουργία ήταν σε θέση, σε όλες τις εποχές, να προμηθεύει στις σύγχρονες της τέχνες και τις άλλες δραστηριότητες των Αρχαιοελλήνων τα κατάλληλα εργαλεία, με τα οποία επιδίωκαν τους κάθε φορά στόχους τους.
Τα κυριότερα μέταλλα και οι εφαρμογές τους
Τα κυριότερα μέταλλα, που χρησιμοποιούνται πλατιά η αρχαιοελληνική μεταλλοτεχνία, ήταν τα παρακάτω και βρήκαν εφαρμογές στις αναγραφόμενες για το καθένα χρήσεις:
- Ο χρυσός: Χρησιμοποιήθηκε βασικά στην κοσμηματοποιία, στη νομισματοκοπία, στην κατασκευή μικρών ειδών χρήσεως ή στολισμού (κύπελλα, αγαλματάκια, κορνίζες κ.α.) , στην αγαλματοποιία και σε άλλες κατασκευές πολυτελείας.
- Ο χαλκός: Χρησιμοποιήθηκε βασικά σε μίγματα με κασσίτερο, δηλαδή σαν μπρούντζος (κρατέρωμα), στην ανδριαντοποιία, στην οπλοποιία, στην κατασκευή ορισμένων σφραγίδων (της νομισματοκοπίας κ.α.) και διαφόρων αντικειμένων, για τα οποία προσφερόταν καλύτερα από τον σίδηρο (τρίποδες, λεκάνες κ.α.). Αλλά και αμιγής, η επιμεταλλωμένος με χρυσό ή άργυρο ή κασσίτερο βρήκε διάφορες χρήσεις στη νομισματοκοπία, στην κατασκευή ειδών καθημερινής χρήσεως κ.α. Σαν ορείχαλκος (κράμα, χαλκού και ψευδαργύρου) σπάνιζε, παραγόμενος τυχαία από μεταλλεύματα που περιείχαν χαλκό και ψευδάργυρο, και χρησιμοποιούνταν σε περισσότερο πολυτελείς από τον μπρούντζο κατασκευές. Με κράμα χαλκού, κασσίτερου και αντιμονίου κατασκευάζονταν οι περίφημοι κορινθιακοί καθρέφτες (κάτοπτρα).
- Ο σίδηρος: Χρησιμοποιήθηκε σαν χάλυβας στην κατασκευή σκαπτικών και κοπτικών εργαλείων και στην οπλοποιία.
- Ο άργυρος: Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη νομισματοκοπία. Επίσης και στην κοσμηματοποιία κι άλλες πολυτελείς κατασκευές, σαν πολύτιμο μέταλλο.
- Ο μόλυβδος: Χρησιμοποιήθηκε στη σφραγιδοποιία, στην κατασκευή μέτρων βάρους (σταθμών), βαρυδίων για τα δίκτυα, σωλήνων, διαφόρων μικροαγγείων, γραφίδων, σφαιρών (για τις σφενδόνες), ελασμάτων (φύλλων) για πολλές χρήσεις (για επικάλυψη επιφανειών, για γράψιμο κ.α.). και σαν συνδετικό μέσο στην οικοδομική. Επίσης για παρασκευή ψιμυθίου, χρωμάτων, φαρμάκων κ.α.
- Ο κασσίτερος: Σε κράμα με χαλκό αποτελεί τον μπρούντζο, που για τη χρήση του γίνεται λόγος λίγο παραπάνω. Καθαρός ή σε κράμα με μόλυβδο χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή ιατρικών εργαλείων και στην επικασσιτέρωση χαλκίνων, σιδήρων κ.α. αντικειμένων.
Εκτός από τα παραπάνω μέταλλα, οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν και πολλά άλλα, τα οποία, καθαρά ή σε διάφορες ενώσεις, φυσικές ή τεχνητές, χρησιμοποιούσαν σε ποικίλες ανάγκες της μεταλλοτεχνίας τους, αλλά και άλλων τομέων της δραστηριότητός τους όπως στην ιατρική, στη φαρμακοτεχνία, στην κατασκευή καλλυντικών, στη χρωματουργία κ.α. Τέτοια ήταν, ο ψευδάργυρος, ο υδράργυρος, το αντιμόνιο κ.α.
Τα άλλα ορυκτά
Εκτός από τα μέταλλα, οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την ύπαρξη και άλλων ορυκτών, πολλά από τα οποία εξόρυσσαν από τη γη τους, ενώ άλλα τα προμηθεύονταν από εξωελλαδικούς τόπους και γι’ άλλα είχαν διαπιστώσει την ύπαρξή τους κι είχαν επισημάνει βασικές ιδιότητες τους, χωρίς να τ’ αξιοποιήσουν σε αξιόλογη κλίμακα.Τα ορυκτά αυτά είναι:
- Το θείο (θειάφι), που μεγάλες του ποσότητες εξορύχθηκαν και κατά την αρχαιοελληνική περίοδο στη Μήλο. Χρησιμοποιήθηκαν γι’ απολυμαντικούς, αντισηπτικούς και θεραπευτικούς σκοπούς.
- Τα μάρμαρα: Αποτελούσαν την πολυτιμότερη ύλη στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Η Ελλάδα είναι από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου στο ορυκτό αυτό, διαθέτοντας πολλά, ποικίλα και εξαίρετα μάρμαρα. Οι αρχαίοι Έλληνες τα χρησιμοποιήσουν πλατιά στην αρχιτεκτονική και στη γλυπτική, κτίζοντας και μ’ αυτά τα ιερά τους- προπάντων τις κολώνες- και στολίζοντάς τα με διάφορα γλυπτά κι ανάγλυφα έργα. Επίσης, και σ’ άλλα δημόσια κτίρια και πολυτελείς κατοικίες χρησιμοποιούσαν μάρμαρα. Τα λατομεία μαρμάρου, που τα εκμεταλλεύθηκαν περισσότερο στην αρχαιότητα, ήταν της Αττικής, της Πάρου, της Νάξου, της Χίου, της Λακωνίας κ.α. Σε όλα η εξόρυξη γινόταν επιφανειακή, εκτός από της Πάρου, όπου γινόταν υπόγεια, με στοές.
- Οι πωρόλιθοι: Χρησιμοποιήθηκαν από την αρχιτεκτονική για αγκωνάρια σε μεγάλες οικοδομές. Λατομεία τους λειτουργούσαν στον Πειραιά, στην Αίγινα, στη Σκύρο, στη Μήλο κ.α.
- Ο τραχείτης: Χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή μυλολίθων (μυλόπετρες) για το άλεσμα δημητριακών και μεταλλευμάτων. Μεγαλύτερές του ποσότητες εξορύχθηκαν στα λατομεία της Μήλου.
- Οι λίθοι: Οικοδομικοί λίθοι (γρανίτης, δολομίτες, ασβεστόλιθοι κλπ.) υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα και από τα πανάρχαια χρόνια χρησιμοποιούνται στις λογής οικοδομές, στην οδοποιία και για παραγωή ασβέστη οι ασβεστόλιθοι. Οι πολύτιμοι (αδάμας, κορούνδιο, ζιρκόνιο κ.α.) και οι ημιπολύτιμοι (αμέθυστος αχάτης, οψιδιανός κ.α.) λίθοι ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα και χρησιμοποιήθηκαν πολύ από την κοσμηματοποιία, την σφραγιδοποιία και τη διακοσμητική.
- Οργανικά ορυκτά: Οι αρχαίοι χρησιμοποίησαν στην κοσμητοποιία πολλές ποικιλίες του ήλεκτρου (κεχριμπάρι), πάνω στο οποίο ο Θαλής ο Μιλήσιος (7ος και 6ος π.χ. αι.) διαπίστωσε πρώτος τον ηλεκτρισμό. Επίσης, είχαν επισημάνει: Από τα πετρελαιοειδή την άσφαλτο, που κατά τον Πλίνιο (35.51) υπήρχε και στην Ζάκυνθο, την πίσσα και το ακάθαρτο πετρέλαιο, για το οποίο ο Στράβων (XVI, 473) γράφει ότι, άμα ακουμπήσουμε πάνω του φλόγα ανάβει, ενώ άμα αλείψουμε μ’ αυτό το σώμα μας του προκαλεί φλόγωση. Κι από τους γαιάνθρακες τους λιγνίτες και την τύρφη.
ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους στην Ελλάδα, στις αποικίες της και στα ελληνιστικά κράτη αναπτύχθηκε ο πιο υψηλός πολιτισμός σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, που κορυφώθηκε με το θαύμα της Ακροπόλεως στην κλασική εποχή και που έθεσε τις βάσεις και δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις, για να μπορέσει να πραγματώσει ό, τι κατάφερε από τότε μέχρι σήμερα ο άνθρωπος, σε όλους τους τομείς της Τέχνης και της Επιστήμης.
Αναμφισβήτητα σημαντική είναι και η συμβολή της μεταλλείας στην ανάπτυξη αυτού του πολιτισμού. Όχι μόνο γιατί αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους και βασικότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητος, αλλά και γιατί συμμετέχει άμεσα στην ανάπτυξη όλων των άλλων τομέων, παρέχοντάς τους τα βασικά μέσα για τη λειτουργία τους. Η μεταλλεία προμηθεύει σε όλες τις τέχνες τα εργαλεία, που χρησιμοποιούν οι λειτουργοί τους. Και μάλιστα φροντίζοντας να τα βελτιώνει συνέχεια, πράγμα που σημαίνει άμεση συμμέτοχη και ουσιαστική συμβολή της στην πρόοδο των ίδιων των τεχνών.
Η μεταλλεία επίσης, παρέχει τις περισσότερες δυνατότητες στις επιστήμες για την επιτέλεση των σκοπών τους, προσφέροντάς τους, όχι μόνο τα μέσα (όργανα κλπ.) για την κάθε φορά πραγμάτωση των σκοπών τους, αλλά και πολλές ευκαιρίες (παρουσία και υφή των μετάλλων, φαινόμενα κατά την επεξεργασία τους κλπ.) για παρατηρήσεις και προβληματισμούς, που οι λύσεις του συνθέτουν την πρόοδο γενικότερα της Επιστήμης.
Μεταλλεία και τέχνες
Η αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική και γλυπτική, οι δυο αυτές κορυφαίες και πολύ δεμένες μεταξύ τους τέχνες, μπαίνουν στο στάδιο των μεγαλύτερων δημιουργιών τους, δηλαδή αρχίζουν να οικοδομούν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, από τότε που μπορούν να χρησιμοποιούν για βασικά υλικά τους μάρμαρα, αντί πλιθιά και ξύλα. Και αυτό γιατί η υφή των μαρμάρων και ο χρωματισμός τους προσφέρονται καλύτερα στους καλλιτεχνικούς σκοπούς, αυτών των τεχνών. Από τα μάρμαρα γίνονται καλύτερες κολώνες και πλάκες, που επιδέχονται οποιαδήποτε εξωτερική διαμόρφωση, χωρίς αυτό να μειώνει την πρακτική χρησιμότητά τους, και ο καλλιτέχνης μπορεί να μορφοποιεί κατά τη βούλησή του μαρμάρινες μάζες, σμιλεύοντας επάνω τους, σε παραστάσεις, τον ψυχοπνευματικό του κόσμο. Κι επιπλέον τα μαρμάρινα δημιουργήματα αντέχουν στο χρόνο πολύ περισσότερο από τα ξύλινα, ενώ η φωτιά δεν τα καταστρέφει εύκολα.
Όμως, για να υποταχθεί το μάρμαρο στον τεχνίτη, για να μεταβληθεί η σκληρότητα του από αρνητικό σε θετικό στοιχείο για τις πλαστικές τέχνες που το χρησιμοποιούν σαν πρώτη τους ύλη, χρειάζονται τα κατάλληλα εργαλεία, σμίλη και άλλα όργανα- κοπτικά και αιχμηρά- που να μπορούν να κόβουν οπουδήποτε τη μαρμάρινη μάζα και να διαμορφώνουν την επιφάνειά της σύμφωνα με την επιθυμία του καλλιτέχνη. Και τέτοια εργαλεία στην αρχαία Ελλάδα άρχισαν να κατασκευάζονται, όταν η τεχνική της επεξεργασίας του σιδήρου έφθασε στο σημείο να δίνει χάλυβα κατάλληλο για μαρμαρογλυφικά εργαλεία. Αυτό επιτεύχθηκε προς τα τέλη του 7ου π.Χ. αι. Γι’ αυτό και από τον 6ο αι. έχουμε ναούς (στην Έφεσο κ.α.) με καλλιτεχνικά δουλεμένες μαρμαροκολώνες και άλλα εξαρτήματα, κι αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα της γλυπτικής μαρμάρινα γλυπτά και ανάγλυφα, που δείχνουν άνεση στη γλυφή τους.
Από εκεί και πέρα, όσο προχωρούν τα χρόνια, τόσο τα έργα της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής γίνονται τελειότερα. Όχι μόνο γιατί οι δημιουργοί τους εξελίσσονται, αλλά και γιατί παράλληλα τελειοποιούνται και τα εργαλεία, με τα οποία δουλεύουν τα έργα τους. Ώσπου στην κλασική εποχή φθάνουν στη μεγαλύτερη ακμή τους οι τέχνες αυτές και δίνουν τα έργα, που στέκονται κύριοι εκφραστές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού κι αιώνια πρότυπα καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Βέβαια, αυτές οι επιδράσεις της μεταλλείας δεν έγιναν μόνο στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Αλλά και σε όλες τις άλλες τέχνες, καλές και πρακτικές, στη διακοσμητική, την κεραμική, τις οικοδομικές, τη ναυπηγική, τη γεωργία κλπ. Γιατί όλες τους χρειάζονται τα κατάλληλα εργαλεία για να λειτουργήσουν. Και σε όλες τα κατάλληλα εργαλεία τα προμήθευε η σιδηρουργία, φτιάχνοντάς τα, ολόκληρα ή μέρη τους, από χάλυβα της πιο καλής τότε ποιότητος.
Μεταλλεία και επιστήμες
Οι πρώτες- οι αρχικές - επιστήμες προήλθαν από τις τέχνες. Όταν ο άνθρωπος, τις εμπειρίες που επί αιώνες συσσώρευε, εξετάζοντας ό, τι έπεφτε στην αντίληψή του και προσπαθώντας ύστερα να το αξιοποιήσει σε κάποιο τεχνικό τομέα, άρχισε να τις συστηματοποιεί σε κανόνες και αρχές και με τη βοήθειά τους να ερευνά σε βάθος και πλάτος τα φαινόμενα - σε όλο τους το φάσμα - άρχισαν να διαμορφώνονται και οι επιστήμες. Αυτή η διαδικασία, της ποιοτικής αλλαγής των συσσωρευμένων τεχνικών εμπειριών σ’ επιστημονικά στοιχεία, πρωτάρχισε στην αρχαία Ελλάδα με τον Θαλή τον Μιλήσιο (624-548 π.Χ.) και συστηματοποιήθηκε σ’ επιστημονικά πλαίσια από τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.).
Όμως, εκτός από την έμμεση (μέσω των τεχνών) αυτή συμβολή της μεταλλείας στη διαμόρφωση των επιστημών, έχουμε και την άμεση συμμετοχή της, με την προσφορά για παρατηρήσεις κι έρευνες των φαινομένων, που συμβαίνουν σε όλη τη διαδικασία των λειτουργιών της, από την εύρεση κι εξόρυξη των μετάλλων ως τη διαμόρφωση τους σε αντικείμενα χρήσεως.
Τέτοιες παρατηρήσεις κατά την αρχαιοελληνική περίοδο έγιναν πολλές. Και άλλες απ’ αυτές περιλήφθηκαν σε έργα (συγγράμματα ή διδασκαλίες) πολλών διανοητών της ελληνικής αρχαιότητος κι αργότερα αποτέλεσαν πυρήνες για την ανάπτυξη όλου σχεδόν του σημερινού επιστημονικού φάσματος, όπως π.χ. έγινε με τη θεωρία του Δημόκριτου για τ’ άτομα, απ’ όπου ξεκίνησαν όλοι οι κλάδοι της ατομικής επιστήμης. Ενώ άλλες συστηματοποιήθηκαν κιόλας κατά την ίδια περίοδο και μορφοποιήθηκαν από τότε σ’ επιστήμες, όπως π.χ. έγινε με τις επιστήμες που ξεχώρισε ο Αριστοτέλης και με την Ορυκτολογία του Θεοφράστου, που το «Περί λίθων» διασωσμένο τμήμα της αποτελεί επιστημονική συγκέντρωση και συστηματοποίηση όλων των ως τότε παρατηρήσεων πάνω στα μέταλλα και τ’ άλλα ορυκτά.
Μα και οι άλλες επιστήμες, που διαμορφώθηκαν κατά την αρχαιοελληνική περίοδο, οφείλουν, άμεσα ή έμμεσα, την εμφάνισή τους και στη μεταλλεία.
Η χημεία προήλθε από την τέχνη της χρυσοποιίας που, αποσκοπώντας στην παρασκευή χρυσού από άλλα μέταλλα, απέκτησε διαστάσεις επιστήμης κατά την ελληνιστική εποχή στην Αλεξάνδρεια. Οι Αλεξανδρινοί είχαν επινοήσει και ειδική φιλοσοφική θεωρία για τα μέταλλα και καθοδηγούσαν μ’ αυτή τη χρυσοποιία στα χημικά (χυμευτικά) εργαστήριά τους. Η θεωρία αυτή καθόριζε για κύρια επιδίωξη της χρυσοποιίας την εύρεση της ουσίας, που θα μετέβαλλε το κατάλληλα επεξεργασμένο μεταλλικό «χύμα» σε χρυσό και που με τον καιρό εξελίχθηκε στη «φιλοσοφική λίθο» των αλχημιστών, στις εργασίες των οποίων πολλά χρωστά η σημερινή επιστήμη της χημείας με όλους τους κλάδους της.
Η ιατρική και η φαρμακευτική οφείλουν το επιστημονικό θεμελίωμα τους, που τόσο όμορφα και τόσο στέρεα έγινε από τον Ιπποκράτη (5ος και 4ος π.Χ. αι.), στη μεταλλεία, βασικά, γιατί μετάλλινα - χαλύβδινα τα κοφτερά και τα αιχμηρά - ήταν τα ιατρικά εργαλεία, που με τη βοήθειά τους γίνονταν οι μελέτες της ανατομίας του ανθρωπίνου σώματος και η χειρουργική ιατρική επιτελούσε το θεραπευτικό της έργο. Μεταλλευτική προέλευση (οξείδια κ.α.) είχαν και πολλά από τα φάρμακα, που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, από τότε που πίστευαν σε μαγικές θεραπευτικές δυνάμεις των μετάλλων και των πολύτιμων λίθων. Μεταλλικά, τέλος, ήταν τα περισσότερα όργανα με τα οποία παρασκευάζονταν τα φάρμακα.
Επίσης και οι άλλες επιστήμες, που ξεχώρισαν κατά την αρχαιότητα, συνδέονται, κατά κάποιον τρόπο, με τη μεταλλεία, και τις συναφείς δραστηριότητές της. Είτε γιατί κάποιοι τομείς του τεράστιου φάσματός τους προσφέρθηκαν για ειδικές παρατηρήσεις φαινομένων, είτε γιατί τους προμήθευε τα κυριότερα όργανα για παρατηρήσεις κι εφαρμογές.
Επιδράσεις στην οικονομία και στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων
Η ζωή σε κάθε τόπο εξαρτάται από την οικονομία του. Η οικονομία πάλι εξαρτάται από τα μέσα παραγωγής. Και σημαντική θέση στα μέσα παραγωγής κατέχουν παντού και πάντα τα εργαλεία, από τα πιο απλά ως τα πιο πολυσύνθετα (μηχανήματα).
Κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους στην Ελλάδα η γενίκευση της χρήσεως του χάλυβα στην κατασκευή εργαλείων προκαλεί επανάσταση στην παραγωγή. Στη γεωργία το σιδηρένιο υνί - αργότερα κι ολόκληρο το αλέτρι - κι οι τσάπες καλλιεργούν ευκολότερα και καλύτερα τη γη, κάνοντάς την αποδοτικότερη. Και σε όλους τους χειροτεχνικούς κλάδους της εργασίας τα χαλύβδινα εργαλεία αυξάνουν την παραγωγή τους, δημιουργώντας περίσσεια προϊόντων, που η διάθεσή τους απαιτεί αγορές, όλο και μεγαλύτερες.
Η παραγωγή από οικοτεχνική, δηλαδή από παραγωγή που αποσκοπούσε στην ικανοποίηση των αναγκών κάθε οικογένειας από την εργασία της, με ανταλλαγή των περίσσιων αγαθών της με άλλα είδη που δεν παρήγε η ίδια, γίνεται βιοτεχνική. Δηλαδή εξειδικεύεται, παράγοντας, στο σπίτι στην αρχή και σε ειδικά εργαστήρια αργότερα, ορισμένα είδη, που προορίζονται για την αγορά. Έτσι, η οικονομία από κλειστή (κατ’ οίκον οικονομία) γίνεται εμπορευματική (συναλλακτική οικονομία) και περνάει στην καπιταλιστική της εμπορική περίοδο.
Οι αλλαγές αυτές είχαν για συνέπειες:
- Την καλύτερη κατανομή της εργασίας με την ίδρυση σε όλους τους οικισμούς βιοτεχνικών εργαστηρίων, που η συγκέντρωσή τους στα πιο επίκαιρα σημεία συντελεί στην εμφάνιση των άστεων. Στην Πειραιά κατά την κλασική εποχή οι βιοτεχνίες αποτελούν ολόκληρες συνοικίες. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες Ελληνίδες πόλεις, γιατί όλες τους ενδιαφέρονται για το ανέβασμα της εμπορευματικής τους παραγωγής, με την αύξηση και καλύτερη οργάνωση των βιοτεχνιών τους.
- Την καθιέρωση των νομισμάτων από τα τέλη του 7ου π.Χ. αι. για την ευκολότερη και καλύτερη διάθεση όλων των προϊόντων.
- Την δημιουργία όλο και μεγαλύτερων και καλύτερα οργανωμένων αγορών για τον ίδιο σκοπό. Ο Πειραιάς από την άποψη αυτή κατά την κλασική εποχή εξελίσσεται στην μεγαλύτερη αγορά του τότε κόσμου, και κατά την ελληνιστική, του παίρνει τα πρωτεία η Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων. Ανάλογη ήταν η εξέλιξη των αγοραστικών κέντρων και όλως των άλλων συγχρόνων τους Ελληνίδων πόλεων και Ελληνιστικών Κρατών. Ακόμη και οι γιορτές, από τις τοπικές ως τις πανελλήνιες χρησιμοποιούνται για τη διάθεση και διαφήμιση των προϊόντων κάθε τόπου.
- Το εμπόριο γνωρίζει τεράστια ανάπτυξη, και για την καλύτερη εξυπηρέτησή του, ναυπηγούνται περισσότερα, μεγαλύτερα και καταλληλότερα πλοία, ικανά για την αναζήτηση αγορών και στις πιο απομακρυσμένες χώρες, με συνέπεια την ίδρυση πολλών ναυπηγικών επιχειρήσεων. Στον κλασικό Πειραιά, που είχε εξελιχθεί σε μέγα κέντρο του τότε παγκόσμιου εμπορίου, οι ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες είχαν καταλάβει την πρώτη θέση ανάμεσα στις βιοτεχνίες της αθηναϊκής οικονομίας κι ανέβασαν οικονομικά πολλούς «ναύκληρους».
- Η μεταλλεία επιδίδεται εντατικότερα στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας και οι επιτυχίες των επιχειρήσεών της, προπάντων στο Λαύριο και στο Παγγαίο, πλουτίζουν πολλούς «παραχωρησιούχους».
- Η γεωργία οργανώνεται σε καλύτερες βάσεις, με δεντροκαλλιέργειες (αμπέλια, ελιές και συκιές στην Αττική), που τα προϊόντα τους έχουν περισσότερη ζήτηση στις ξένες χώρες, αλλά και με χρήση λιπασμάτων, κι αποδίδει περισσότερα και καλύτερα προϊόντα.
- Γενικά όλες οι τέχνες παίρνουν επιχειρησιακό χαρακτήρα, που τις κάνει παράγοντες του εμπορίου. Και όλες προσπαθούν να βελτιώνουν τα προϊόντα τους.
Έτσι, η παραγωγή φθάνει σε υψηλά επίπεδα. Για τη συγκράτησή της- ή μάλλον για την προφύλαξή της από τους κινδύνους, που κατά περιόδους δημιουργεί η όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις - επεμβαίνει, όταν το καλεί η ανάγκη, και η Πολιτεία με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Στην κλασική Αθήνα μάλιστα η τοκογλυφία παίρνει τη μορφή τραπεζικών επιχειρήσεων, που βοηθούν στη ανάπτυξη των μεταλλευτικών και των ναυτιλιακών επιχειρήσεων ιδιαίτερα. Οι εξελίξεις αυτές, όπως είναι φυσικό, προκαλούν τις αντίστοιχές τους αλλαγές στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων.
Πολλοί από τους αγρότες, προπάντων εκείνοι που δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες να προσαρμόσουν τις καλλιέργειές τους στις καινούργιες συνθήκες, χάνουν με το δανεισμό τη γη τους και προσφεύγουν στη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι μέτοικοι κι αυτοί επιδίδονται στις ίδιες ασχολίες, όχι μόνο γιατί δεν έχουν δική τους γη, αλλά και γιατί οι βιοτεχνίες είναι πιο κερδοφόρες. Το ίδιο κάνουν και πολλοί απελεύθεροι. Και όσοι απ’ όλους αυτούς πετυχαίνουν, αποκτούν, οικονομική δύναμη και συνθέτουν την αστική τάξη, που από την αρχαϊκή εποχή αρχίζει να εμφανίζεται στο πολιτικό προσκήνιο, διεκδικώντας τη συμμετοχή της στη διαχείριση των κοινών, για να μπορεί να προστατεύει καλύτερα τα συμφέροντά της. Κι επιβάλλει τη Δημοκρατία, που στην κλασική Αθήνα γνώρισε τις καλύτερες εξελίξεις κι έδωσε το αιώνιο πρότυπό της.
Η Δημοκρατία με τη σειρά της δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ελεύθερη άνθηση της προσωπικότητος των πολιτών της κι αυτό κάνει τους αρχαίους Έλληνες να εκτιμήσουν και ν’ αγαπήσουν με πάθος τη ελευθερία. Γι’ αυτό και δημιουργούν μεγάλα έργα σε όλους τους τομείς. Γι’ αυτό και, όταν οι Πέρσες έρχονται να τους στερήσουν το πολυτιμότατο αγαθό τους, την ελευθερία, στήνουν τα στήθια τους απόρθητα κάστρα υπερασπίσεώς της, γιγαντώνονται στα μέτρα του υψηλού πολιτισμού τους και όχι μόνο απωθούν τους εισβολείς, αλλά και τους εξουδετερώνουν μέσα στην κοιτίδα τους, με το Μ. Αλέξανδρο αργότερα.
Όμως, οι ίδιοι παράγοντες, που συνέβαλαν στις παραπάνω εξελίξεις, δεν βοήθησαν στην πολιτική ενοποίηση των αρχαίων Ελλήνων. Δεν ευνόησαν την ανάπτυξη από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους ενός μεγάλου κέντρου, ικανού να επιβληθεί σε όλους τους Έλληνες και να τους ενώσει πολιτικά. Αντίθετα, σε όλες τις εποχές ευνόησαν την ανάπτυξη πολλών κέντρων, κατασπαρμένων σε όλο τον ελλαδικό χώρο και στις αποικίες και ισάξιων ή με μικρές διαφορές μεταξύ τους. Αυτό είχε για συνέπεια, όχι μόνο να μην αναγνωρισθεί πανελλήνια σε κάποιο από τα κέντρα αυτά ο ρόλος του πολιτικού και εθνικού ηγέτη, αλλά και ν’ αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας ανταγωνισμός, που άλλοτε- κι αυτό γινόταν όταν έπαιρνε τον χαρακτήρα ειρηνικού συναγωνισμού- στάθηκε παράγοντας ακμής, ενώ άλλοτε- κι αυτό γινόταν όταν εξελισσόταν σ’ εμφύλιες διαμάχες- αιτία παρακμής.
Η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε και κατά την ελληνιστική εποχή, με συνέπεια την ανάπτυξη πολλών (60 περίπου) και μεγάλων κέντρων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αλλά και τις παράλληλες εμφύλιες μεταξύ των κρατών διαμάχες, που οδήγησαν στη ρωμαιοκρατία. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, πως, αν οι Έλληνες ενώνονταν πολιτικά υπό το σκήπτρο μιας κεντρικής εξουσίας, η τύχη της αρχαίας Ελλάδος θα ήταν καλύτερη. Κάθε άλλο. Γιατί η εξουσία αυτή κάτω από τις τότε συνθήκες θα ήταν οπωσδήποτε μοναρχική ή ολιγαρχική. Και οι αρχαίοι Έλληνες, κάτω από ένα τέτοιο καθεστώς, όχι μόνο δεν θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν στην περσική πλημμυρίδα- που θα τους αφάνιζε σαν Έθνος όπως έγινε με τόσους άλλους σύγχρονους τους λαούς- αλλά και ο πολιτισμός τους δεν θα έφθανε σε τόσο υψηλά επίπεδα. Γιατί κάτω από το γαλανό ουρανό της Ελλάδος και το χαμογελαστό ήλιο του, που δεν ήταν απλά ήλιος, αλλά θεός ήλιος, μόνο η Δημοκρατία μπορούσε να δώσει τις δυνάμεις που οικοδόμησαν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και τον προστάτεψαν από τους βαρβάρους, όπως κι έγινε.
Στην οικοδόμηση, λοιπόν, αυτού του πολιτισμού αναμφισβήτητα μεγάλος υπήρξε ο ρόλος της αρχαιοελληνικής μεταλλείας, γιατί σκελέτωνε με τα μέταλλά της το οικοδόμημά του. Ατσάλωνε τις ψυχές των Ελλήνων, βοηθώντας τους στις λογής δραστηριότητές τους να σημειώνουν επιτυχίες, που ανέπτυσσαν μέσα τους τις δυνάμεις, οι οποίες τον οικοδομούσαν μεγάλο και ωραίο. Και τους όπλιζε με τα όπλα και τις τριήρεις, που χρειάστηκαν, για να τον υπερασπιστούν στους Μαραθώνες και στις Σαλαμίνες.
Το μεγάλο άπλωμα του Ελληνισμού κατά την ελληνιστική εποχή είχε για συνέπεια να χαλαρωθεί, αισθητά και με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, στην κυρίως Ελλάδα η δραστηριότης σε όλους τους τομείς της, με πρώτο ανάμεσά τους τον τομέα της μεταλλείας. Γιατί οι λειτουργοί του (επιχειρηματίες, τεχνίτες κι εργάτες, ακόμη και δούλοι μαζί με τ’ αφεντικά τους) εγκαταλείπουν κατά μεγαλύτερες μάζες τους τόπους εργασίας τους και μεταναστεύουν στα ελληνιστικά κέντρα της Ανατολής, όπου οι προϋποθέσεις δραστηριότητος είναι ασύγκριτα καλύτερες. Τα μεταλλεία τους είναι πολύ πλουσιότερα και οι συνθήκες, που δημιουργούν εκεί με τις λογής παροχές οι Διάδοχοι και οι Επίγονοι, για να τραβήξουν περισσότερους Έλληνες, είναι πολύ ευνοϊκότερες απ’ εκείνες που επικρατούν στην Ελλάδα, όπου και τα μεταλλεία είναι λιγότερα κι εξαντλημένα και οι εμφύλιοι πόλεμοι δεν λένε να σταματήσουν. Ώσπου ο Ρωμαίος ύπατος Μόμμιος Λεύκιος το 146 π.Χ. τσάκισε στη Λευκόπετρα με τις λεγεώνες του τα υπό τον στρατηγό Δίαιο στρατεύματα της Αχαϊκής Συμπολιτείας- την τελευταία αυτή αξιόλογη ελληνική δύναμη που είχε απομείνει- και κατέστησε την Ελλάδα υπόδουλη στη Ρώμη, με το όνομα Αχαΐα.