ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΡΩΜΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Ρώμη, σύμφωνα με τη σχετική παράδοση, ιδρύθηκε στα μέσα του 8ου π.Χ. αι. (754 π.Χ.), δηλαδή την εποχή που ο ιστορικός αρχαιοελληνικός αποικισμός εγκαθίδρυε στην Ν. Ιταλία και τη Σικελία τη Μεγάλη Ελλάδα. Η γειτνίαση αυτή έφερε τους Ρωμαίους σε άμεση επαφή με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, από τον οποίο δέχθηκαν ευεργετική επίδραση και σε όλη την ιστορική διαδρομή τους ύστερα χρησιμοποίησαν πολλά στοιχεία του για την οικοδόμηση του δικού τους πολιτισμού: του ρωμαϊκού, που διαδέχθηκε τον αρχαιοελληνικό στο παγκόσμιο ιστορικό στερέωμα κι έκανε την Ρώμη κοσμοκράτειρα.
Η επίδραση αυτή συνεχίσθηκε και μετά την υποδούλωση της Ελλάδος. Και μάλιστα πολύ έντονη, πράγμα που τόσο παραστατικά δηλώνεται με τους στίχους του μεγάλου Ρωμαίου ποιητή Οράτιου (65-8 π.Χ.): « Η σκλαβωμένη Ελλάδα υπέταξε τους κατακτητές της, εισάγοντας τον πολιτισμό της στο αγροίκο Λάτιο». Βέβαια, τα λόγια αυτά αποτελούν μια ποιητική έκφραση των αισθημάτων, που έτρεφε ο Οράτιος για την Ελλάδα - είχε επιστεγάσει στην Αθήνα τη μόρφωσή του- και δεν εκφράζουν την αντικειμενική πραγματικότητα.


Οι Ρωμαίοι και στην Ελλάδα συμπεριφέρθηκαν με πρωτοφανή για τη χώρα βαναυσότητα. Όμως, ίσως όχι τόσο βάναυσα, όσο σε άλλες χώρες, που υπέταξαν. Και μερικοί αυτοκράτορές της ευεργέτησαν λίγες Ελληνίδες πόλεις. Κι αυτά, φυσικά, οφείλονται στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, που οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τόσο, ώστε οι ηγεμόνες τους (ύπατοι, ανθύπατοι κι αυτοκράτορες), κατά κανόνα, όποιο έργο του καλλιτεχνικό έπεφτε στο μάτι τους, το άρπαζαν και στόλιζαν μ’ αυτό τη Ρώμη και τα παλάτια τους.
Πάντως, στην επίδραση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού - προπάντων του κλασικού - οφείλονται:

  • Στο ότι η Αθήνα στολίσθηκε με νέα, κλασικής αξίας, έργα κι ενισχύθηκαν οι φιλοσοφικές της σχολές, που έτσι σημείωσαν νέα περίοδο ακμής, παρατείνοντας γι’ αρκετούς αιώνες - ως το κλείσιμο τους από τον Ιουστινιανό (527 μ.Χ.)- τον πρωταγωνιστικό ρόλο της αγαπημένης πόλεως της Παλλάδος στο στίβο των Γραμμάτων και των Τεχνών.
  • Και - σε μεγάλο βαθμό - στο ότι το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος εξελληνίσθηκε στο πέρασμα των αιώνων κι εξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Δηλαδή αποκαταστάθηκε η εθνική λευτεριά του Ελληνισμού χωρίς επαναστατικούς αγώνες.

Αυτός ο εξελικτικός εξελληνισμός του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους δυσκολεύει την ακριβή χρονολόγηση του τερματισμού της ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, με συνέπεια να συσχετίζεται: Από άλλους με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο (330 μ.Χ.) από τον Μ. Κωνσταντίνο. Από άλλους με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δυο (395 μ.Χ.) από τον Μ. Θεοδόσιο. Από άλλους με την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476 μ.Χ.). Κι από άλλους με άλλα γεγονότα, κατοπινά.
Εδώ για χρόνος τερματισμού της ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα κι ενάρξεως της βυζαντινής εποχής της Ελληνικής ιστορίας εκλαμβάνεται το 395 μ.Χ. Έτσι, η εποχή της ρωμαιοκρατίας, που στην Ελλάδα άρχισε με την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους (μάχη στην Πύδνα το 168 π.Χ.), επεκτάθηκε στον νοτιοελλαδικό χώρο το 146 π.χ. (μάχη στη Λευκόπετρα) και γενικεύθηκε σε όλα τα Ελληνιστικά Κράτη το 30 π.Χ. (μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ.), κράτησε από τον 1ο π.Χ. αι. ως και τον 4ο μ.Χ., δηλαδή 5 αιώνες περίπου.

 

Οι Ρωμαίοι στην Ελλάδα

Με τη στρατιωτική της ρομφαία η Ρώμη έγινε κοσμοκράτειρα και με τη δύναμη των όπλων, που από τη φύση της στέκεται πάντα ανελέητη, κράτησε την εξουσία της σε όλες τις χώρες που υποδούλωσε. Αυτό το επέτυχε:

  • Με την εγκατάσταση στις κατεχόμενες χώρες ρωμαϊκών φρουρών για την τήρηση της τάξεως, δηλαδή της προσαρμογής των υποδούλων λαών στις απαιτήσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας ως το 27 μ.Χ. και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έπειτα.
  • Με την κρατικοποίηση όλων των πλουσιότερων οικονομικών πηγών κάθε χώρας. Τα μεταλλεία, τα δάση, τα λιβάδια, τα βασιλικά ή άλλα δημόσια κτήματα και οι παραγωγικότερες εκτάσεις γης κρατικοποιούνταν και στα πιο επίκαιρα σημεία κάθε χώρας εγκαθιδρύονταν, ή- όπου υπήρχαν- οργανώνονταν κατά το ρωμαϊκό σύστημα εμπορικά κέντρα και σταθμοί. Ιδρύονταν μάλιστα και Τράπεζες, που δανειοδοτούσαν τις επιχειρήσεις.

Για την καλύτερη εκμετάλλευση όλων αυτών, προτιμούνταν οι Ρωμαίοι πολίτες, που γι’ αυτόν το σκοπό κατά στίφη ακολουθούσαν τις λεγεώνες κι εγκαθιστούνταν στις καταλαμβανόμενες χώρες. Μετά τους Ρωμαίους άποικους προτιμούνταν οι ντόπιοι φίλοι και οι συνεργάτες των κατακτητών, οι οποίοι στελέχωναν και όλο το σύστημα των τοπικών «αυτοδιοικήσεων».
Για την απομύζηση του μόχθου των υποδούλων λαών η Ρώμη χρησιμοποιούσε την άμεση φορολογία και την τοκογλυφία (τραπεζική και ιδιωτική), που μετέτρεπαν σε κολλήγους των Ρωμαίων όχι μόνο τους αγρότες, αλλά και όλους τους άλλους επιχειρηματίες. Κι επί Αυτοκρατορίας επέβαλε και το ρωμαϊκό νόμισμα σε όλες τις κατεχόμενες χώρες.
Στην Ελλάδα η συμπεριφορά των Ρωμαίων δεν ήταν διαφορετική. Η ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων πόλεών της από μερικούς αυτοκράτορες δεν ομορφαίνει τη ζοφερή κατάσταση, που επικράτησε σ’ αυτή μετά την υποδούλωσή της στους Ρωμαίους. Κι έπειτα η Ελλάδα αποτέλεσε και πεδίο μαχών μεταξύ των ισχυρών της Ρώμης κατά την περίοδο των εμφυλίων πολέμων, με συνέπεια να υποστούν μεγάλες καταστροφές πολλές πόλεις της και η οικονομία τους.

Τέλος, κατά τη ρωμαιοκρατία στον ελλαδικό χώρο εισβάλλουν και πολλοί βάρβαροι- με τρομερότερους ανάμεσα τους τούς Γότθους (267 μ.Χ.)- που στις επιδρομές τους έχουν για κύριους στόχους τις περισσότερο ακμάζουσες πόλεις και που στο πέρασμά τους ερημώνουν τα πάντα.
Υπό τις συνθήκες αυτές η δραστηριότης των υποδουλωμένων Ελλήνων περιορίσθηκε αισθητά. Και η παρακμή των Ελληνίδων πόλεων, που είχε εγκαινιασθεί με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και είχε επιτεθεί με τους εμφυλίους της ελληνιστικής εποχής, τώρα επιτάχυνε το ρυθμό της. Οι περισσότερες από τις πόλεις, που στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα κατά τις προηγούμενες εποχές- προπάντων κατά την αρχαϊκή και την κλασική- είχε γνωρίσει δόξα και ακμή, δημιουργώντας υψηλούς πολιτισμούς, αντίστοιχους προς την Μιλήτου και της Αθήνας, τώρα πέφτουν στο μαρασμό και την αφάνεια. Κι όσες διασώζονται, ακολουθούν πολιτική κάθε άλλο παρά σύμφωνη με το Ελληνικό πνεύμα.

Εκτός από την Αθήνα που κυρίως, χάρη στις φιλοσοφικές της σχολές, γνώρισε σχετική ακμή σαν πνευματικό κέντρο, άλλες πόλεις, που κατόρθωσαν να σταθούν στα πόδια τους, ή να σημειώσουν και κάποιαν ακμή, ανακάμπτοντας την παρακμή τους, ήταν: Η Κόρινθος, σαν εμπορικό κέντρο, έδρα των Ισθμίων και τόπος διαμονής του Ρωμαίου ανθύπατου αλλά και διακοπών αναψυχής πολλών προσωπικοτήτων της Ρώμης. Το Άργος, σαν πρωτεύουσα του Κοινού των Αχαιών, δηλαδή όλων των τότε Ελλήνων. Η Πάτρα σαν κύριο λιμάνι του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος. Η Νικόπολη, που ευνοήθηκε πολύ από τον Οκταβιανό και όπου συγκεντρώθηκε όλη η δραστηριότης των αιτωλικών πόλεων και άλλων περιοχών, σαν εμπορικό κέντρο κι αυτή. Η Θεσσαλονίκη και οι Φίλιπποι, σαν μεγάλοι σταθμοί του εμπορίου, που διακινούνταν από την Εγνατία οδό. Από τα νησιά η Δήλος, που αναδείχθηκε σε μεγάλο δουλεμπορικό κέντρο, η Ρόδος, που χάρη στο ναυτεμπόριό της διατήρησε και κάποιαν ανεξαρτησία- με την μορφή της συμμαχίας- ως τα μέσα περίπου του 1ου μ.Χ. αι., η Κύπρος χάρη στο χαλκό της, και η Λέσβος σαν εμπορικό κέντρο. Στη Μικρασιατική Ιωνία σχετική ακμή γνώρισε η Έφεσος. 

Όλες οι άλλες Ελληνίδες πόλεις συνέχισαν την παρακμή τους φυτοζωώντας. Έτσι, η Σπάρτη έφθινε με την ανάμνηση των αρχαίων μεγαλείων της, η Μεγαλόπολη ερημώθηκε, ο Πειραιάς κατάντησε μικροσυνοικισμός ναυτικών και ψαράδων, η Θήβα μόλις κρατιόταν στη ζωή και στην Πέλλα οι άνεμοι και οι καιρικές μπόρες κάλυπταν με σκόνες και χώματα τα ερείπια της.

 

ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

Τα μεταλλεία και τα λατομεία

Οι Ρωμαίοι, πριν γίνουν κύριοι της Ελλάδος, είχαν κατακτήσει όλες τις πλούσιες σε μέταλλα χώρες της Μεσογείου, από την Ιβηρική Χερσόνησο ως τη Συρία και από τη βόρεια Αφρική ως το Δούναβη, και είχαν διαπράξει όλους τους θησαυρούς των ηγεμόνων τους. Αμύθητα ήταν τα πλούτη που είχαν συγκεντρωθεί στα θησαυροφυλάκια της Ρώμης και των αξιωματούχων της (υπάτων, ανθυπάτων, αυτοκρατόρων, στρατηγών κλπ.). Και τα μεταλλεία όλων των χωρών που κατακτούσαν εξακολουθούσαν να δουλεύουν γι’ αυτούς, γιατί περιέρχονταν κυριότητα του Ρωμαϊκού Κράτους, που τα μίσθωνε για εκμετάλλευση.

Το ίδιο καθεστώς ίσχυσε και για τα ελληνικά μεταλλεία μετά την κατάσταση των περιοχών τους από τους Ρωμαίους. Όμως, η απόδοσή τους ήταν μικρή. Στο Λαύριο τα ορυχεία είχαν πάψει να λειτουργούν από πολύ καιρό, γιατί είχαν εξαντληθεί τα εξορύξιμα μεταλλοφόρα κοιτάσματα της περιοχής και η εκμετάλλευση είχε περιορισθεί στην εκκαμίνευση των εκβολάδων και στην αναχώνευση των σκωριών παλαιοτέρων εκμεταλλεύσεων. Έτσι, κοντά στα πλούσια αργυρωρυχεία της Δύσεως και της Ανατολής τα φτωχά μεταλλεία του Λαυρίου δεν παρουσίαζαν οικονομικό ενδιαφέρον για τους Ρωμαίους και τ’ άφησαν στην κατάσταση της αργίας, όπου είχαν περιπέσει.
Τα μεταλλεία του Παγγαίου είχαν ακόμη περιθώρια εκμεταλλεύσεως. Μα γι’ αυτά η δεκαμελής συγκλητική επιτροπή, που συνήλθε την άνοιξη του 167 π.Χ. στην Αμφίπολη, για να καθορίσει την τύχη του βασιλείου των Μακεδόνων, μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα, κοντά στ’ άλλα μέτρα που θέσπισε, απαγόρευσε και την εξαγωγή χρυσού και αργύρου από τα μεταλλεία της Μακεδονίας, επιτρέποντας μόνο την εκμετάλλευση χαλκού και σιδήρου, και καθορίζοντας το ύψος του φόρου γι’ αυτά στο μισό εκείνου που πληρωνόταν στον Μακεδόνα βασιλιά Περσέα. Όμως, το 158 π.Χ. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, πιεζόμενη από την οικονομική εξαθλίωση των Μακεδόνων, που εγκυμονούσε κινδύνους εξεγέρσεως - για τους οποίους άλλωστε είχε επιβληθεί η απαγόρευση της εξορύξεως  χρυσού και αργύρου - αναγκάσθηκε να επιτρέψει την επαναλειτουργία των μακεδονικών μεταλλείων. Οι Μακεδόνες τότε άρχισαν ν’ ανασαίνουν οικονομικά και τα τρία τουλάχιστο από τα τέσσερα τότε κρατίδιά τους έκοψαν και δικά τους νομίσματα, που μεγάλος αριθμός τους - αργυρά μόνο- βρέθηκαν ως τώρα.

Αντίστοιχα ανάλογη υπήρξε η τύχη των άλλων μεταλλείων στην Ελλάδα. Εκτός από της Μακεδονίας (Παγγαίου) και της Κύπρου, όλα τ’ άλλα ορυχεία σίγασαν. Όχι μόνο γιατί ήταν φτωχά τα μεταλλεύματά τους. Αλλά και γιατί οι εξορυκτικές δυνάμεις σπάνιζαν, εξαιτίας του μαρασμού της δραστηριότητος που επέβαλαν οι κατακτητές στη χώρα, κι επειδή κατά τη ρωμαιοκρατία συνεχίσθηκε η απορρόφησή τους από τα πλούσια μεταλλευτικά κέντρα της Ανατολής, παλαιά και νέα. Επίσης, γιατί οι Ρωμαίοι είχαν με τα βασικά εμπορεύματά τους και τα μέταλλα, που έφερναν και στην Ελλάδα για τις ανάγκες της βιοτεχνίας της. Και, φυσικά, ο ελληνικός άργυρος κι ο χρυσός δεν μπορούσαν να συναγωνισθούν τον άργυρο και τον χρυσό της Ιβηρίας, της Γαλατίας, της Δακίας, της Μικρασίας και άλλων χωρών της Ανατολής, που αποτελούσαν τμήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους τα ελληνικά μεταλλεία έπαψαν όλα να λειτουργούν και μόνο κατά τον 3ο μ.Χ. αι. ξαναλειτούργησαν τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου και τα σιδηρουργεία της Σερίφου. Έτσι στην εξορυκτική τεχνική δεν έχουμε στην Ελλάδα καμία βελτίωση. Σε μεταλλεία που δοκιμάζεται η επαναλειτουργία τους και λειτουργούν για σύντομα χρονικά διαστήματα, εφαρμόζεται η αρχαιοελληνική μέθοδος, για την οποία εκτενής λόγος γίνεται σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Όμως, δεν συνέβηκε το ίδιο και με τα λατομεία. Γιατί, αν το εμπόριο της Αυτοκρατορίας προμηθεύει άφθονα και φθηνά τα μέταλλα που χρειάζεται η ελλαδική μεταλλοτεχνία, τα μάρμαρα και τ’ άλλα λατομικά προϊόντα (τραχείτης, γρανίτης, ασβεστόλιθοι κλπ.), που χρειάζονταν η γλυπτική, η αρχιτεκτονική και οι άλλες τέχνες, είναι και πολλά στην Ελλάδα, και ασυναγώνιστα σε ποιότητα και κόστος. Και η κατανάλωσή τους στέκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, γιατί Ρωμαίοι αυτοκράτορες και άλλες προσωπικότητες φιλοδοξούν να στολίσουν την Αθήνα με μεγάλα έργα κι ανοικοδομούν ή χτίζουν νέες πόλεις.
Επίσης, οι Ρωμαίοι που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, είτε σαν αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, είτε για να πλαισιώσουν το εμπόριό της, είτε για να εκμεταλλευθούν διάφορες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας (δάση, αγροκτήματα- τα latifundia- ιαματικές πηγές κ.α.), χτίζουν μεγαλόπρεπες και καλλιτεχνικά στολισμένες κατοικίες. Το ίδιο κάνουν και πολλοί Έλληνες που, είτε γιατί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους κατακτητές, είτε γιατί ευδοκιμούν στους βιοποριστικούς τους αγώνες, αποκτούν μεγάλα πλούτη και συναγωνίζονται τους Ρωμαίους στην πολυτέλεια. Αλλά και δημόσια έργα κτίζουν, όπως ο σύγχρονος και φίλος του αυτοκράτορα Αδριανού Ηρώδης ο Αττικός (101- 177 μ.Χ.), που αναδείχθηκε σε μεγάλο ευεργέτη της Αθήνας και άλλων πόλεων.
Έτσι, τα ελλαδικά λατομεία μαρμάρων- προπάντων της Πεντέλης- αλλά και των άλλων οικοδομικών υλικών και των μυλολίθων, εξακολουθούν να υπόκεινται σ’ εκμετάλλευση και κατά την εποχή της ρωμαιοκρατίας.

 

Μεταλλεία και ρωμαϊκό εμπόριο

Το εμπόριο συνέχισε να είναι ο κύριος προμηθευτής μετάλλων στην ελληνική μεταλλοτεχνία και κατά την εποχή της ρωμαιοκρατίας. Ή, καλύτερα, στάθηκε ο μοναδικός προμηθευτής της γιατί τα ελλαδικά μεταλλεία σταμάτησαν, σχεδόν ολότελα, από τον 1ο μ.Χ. αι. Και το εμπόριο της ιστορούμενης εποχής ήταν σε θέση ν’ ανταποκριθεί κάλλιστα και στις ανάγκες της ελληνικής μεταλλοτεχνίας.
Οι Ρωμαίοι είχαν οργανώσει κατά τον πιο τέλειο για την εποχή τους τρόπο το εμπόριο, στο οποίο, κυρίως, στήριξαν την ακμαστική τους άνοδο. Είχαν διανοίξει δρόμους, που διέσχιζαν από στεριές και θάλασσες όλη την αυτοκρατορία τους και που είχαν οργανωθεί κατά τρόπο- με σταθμούς φρούρια κλπ.- που παρείχε τη μεγαλύτερη τότε ασφάλεια. Είχαν εγκαταστήσει στα πιο επίκαιρα σημεία εμπορεία με αποθήκες, που διευκόλυναν πολύ το εμπόριο. Είχαν ιδρύσει παντού τράπεζες που ενίσχυαν με δάνεια όλες τις εγχώριες οικονομικές (γεωργικές, μεταλλευτικές, βιοτεχνικές κλπ.) επιχειρήσεις.

nomisma Aureus Septimius Severus-193ADΡωμαϊκό δηνάριο του αυτοκράτορα Septimius Severus (193 μ.Χ.)Από την εποχή του Καίσαρα Αυγούστου, δηλαδή του πρώτου αυτοκράτορα Οκταβιανού, είχαν καθιερώσει ενιαίο νόμισμα για όλη την αυτοκρατορία- το χρυσό δηνάριο (aureus) - αλλά και κοινά σταθμά, που διευκόλυναν αφάνταστα τις εμπορικές ανταλλαγές σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Είχαν αναπτύξει στο έπακρο την ελεύθερη οικονομία και γενικά είχαν θεσπίσει μέτρα που βοήθησαν στο να κορυφωθεί ως την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού η χρηματική και καπιταλιστική οικονομία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που όλες οι ακμάζουσες πόλεις της- και ήταν πολλές- διέθεταν αξιόλογες τοπικές αγορές, οργανώνοντας και περιοδικές εκθέσεις, με μεγάλη εμπορική κίνηση.
Η Ελλάδα εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσεως, αλλά και της προηγούμενης πολιτιστικής δραστηριότητος των κατοίκων της, όταν περιήλθε στη ρωμαϊκή κατοχή, εξελίχθηκε γρήγορα σε μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο του ρωμαϊκού εμπορίου. Σ’ όλο το μάκρος των βορείων περιοχών της (Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη) διασχίζοντας από την μεγάλη Εγνατία οδό- μήκους 800 χλμ.- που ένωνε από τη στεριά εμπορικά και στρατιωτικά τη Δύση με την Ανατολή. Επίσης, από το Ιόνιο και το Αιγαίο περνούσαν οι μεγαλύτερες θαλασσινές αρτηρίες, που ένωναν τα εμπορικά λιμάνια της Δυτικής και της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς κι εκείνα που βρίσκονταν στις ακτές και τα κοντινά τους νησιά του βορείου Ατλαντικού και του Ευξείνου.
Έτσι, στον ελλαδικό χώρο είχαν αναπτυχθεί αρκετά εμπορικά κέντρα, διαμετακομιστικού κυρίως χαρακτήρα, του ρωμαϊκού εμπορίου, με πρώτο ανάμεσά τους την Κόρινθο. Κι από τα μέταλλα, που αποτελούσαν ένα από τα βασικά εμπορεύματά του, ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους και οι βιοτεχνίες της ελληνικής μεταλλοτεχνίας.

 

Η ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ

Οι Ρωμαίοι, αξιοποιώντας στο έπακρο την πείρα που αποκτούσαν κατά τις επαφές τους (εμπορικές κ.α.) με τους Φοίνικες και τους Έλληνες, από την εποχή του Νουμά (τέλη του 8ου με αρχές του 7ου π.Χ. αι.) παρουσιάζουν αξιόλογη οικονομία, με καλά οργανωμένο εμπόριο κι επαγγελματικές συντεχνίες. Από τον 4ο π.Χ. αι. η εξέλιξη της Ρώμης παίρνει γοργό ρυθμό, που γρήγορα την αναδείχνει σε μεγάλο βιοτεχνικό κέντρο της Δυτικής Μεσογείου. Αυτός ο ρυθμός συνεχίζεται και κατά την κοσμοκρατορία της, με συνέπεια ως την εποχή του Κάτωνα (234- 149 π.Χ.) οι περισσότερες βιοτεχνίες της, που πριν αποτελούσαν έργο της οικιακής οικονομίας, να μετατραπούν σε πολύβοα βιοτεχνικά εργαστήρια της πόλεως και οι συντεχνίες των χρυσοχόων, των κεραμουργών και των σκυτοτόμων (κατασκευαστές δερμάτινων ειδών) να οργανωθούν καλύτερα, αποκτώντας και σημαντική πολιτική δύναμη. Έτσι, στην εποχή της αυτοκρατορίας της, που συμπίπτει με τη ρωμαιοκρατία στην Ελλάδα, η Ρώμη αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτισμικό κέντρο του τότε κόσμου. Τα Γράμματα και οι Τέχνες- όλες οι τέχνες- γνωρίζουν τη μεγαλύτερη ακμή τους επί αυτοκρατορίας του Οκταβιανού, (27 π.Χ.- 14 μ.Χ.), που θεωρείται «χρυσός αιώνας» της Ρώμης, όπως η περίοδος διακυβερνήσεως της Αθήνας από τον Περικλή. Η ακμή αυτή στηρίχθηκε σε αντίστοιχες εξελίξεις και όλων των βιοτεχνικών κλάδων της μεταλλοτεχνίας, που οι τεχνικές κατακτήσεις τους μεταφέρονταν και στις υπόδουλες χώρες με το εμπόριο και με τους φορείς τους- επιχειρηματικούς και τεχνικούς- οι οποίοι εγκαθιστούνταν σ’ αυτές. Έτσι η τεχνική τους απλώθηκε σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια επιδρώντας ανάλογα στις ντόπιες τεχνοτροπίες, αλλά και δεχόμενη τις επιδράσεις τους.

Νομίσματα οι Ρωμαίοι πρωτόκοψαν τον 4ο π.Χ. αι., χάλκινα. Από το 269 π.Χ., μετά την κατάκτηση πλούσιων αργυροπαραγωγών χώρων, κυκλοφορούν και αργυρά νομίσματα. Επί Οκταβιανού καθιερώνεται το χρυσό δηνάριο για κοινό νόμισμα της αυτοκρατορίας κι από τότε τα ρωμαϊκά νομίσματα γνωρίζουν διαφοροποιητικές εξελίξεις, που επιβάλλονται από τις κάθε φορά συνθήκες, αλλά και τις διαθέσεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Γενικά η βιοτεχνία - μαζί της και η μεταλλοτεχνία - στη Ρώμη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Όχι μόνο γιατί τα προϊόντα της αποτελούσαν το μεγαλύτερο και κυριότερο μέρος του ρωμαϊκού εξαγωγικού εμπορίου. Αλλά και γιατί οι φορείς της, οργανωμένοι σε συντεχνίες, είχαν αποκτήσει και πολιτική δύναμη, που πάντα επέβαλε την προσοχή της Πολιτείας στα προβλήματα της τάξεώς τους. Αντίστοιχη ανάπτυξη γνώρισε η βιοτεχνία και σ’ όλες τις ρωμαιοκρατούμενες χώρες, εκτός από την Ελλάδα.

 

Η μεταλλοτεχνία στην Ελλάδα

Υπό τις παραπάνω περιγραφόμενες συνθήκες της ρωμαϊκής κατοχής η μεταλλοτεχνία στην Ελλάδα δεν μπόρεσε ν’ ανακάμψει την παρακμαστική της πορεία. Από τη μια οι κατακτητές απαγόρευσαν, σχεδόν ολότελα, τη λειτουργία σε μερικούς κλάδους της (νομισματοκοπία, οπλοποιία) κι επέβαλαν το μαρασμό με τη συμπεριφορά τους στους υπόλοιπους. Κι από την άλλη η ελευθερία στην οικονομία και στις διακινήσεις προς τις χώρες της απέραντης αυτοκρατορίας εξακολούθησαν ν’ αποδυναμώνουν την ελλαδική βιοτεχνία, που πολλές της δυνάμεις απορροφούσε και η ίδια η Ρώμη. Κι έπειτα η «βιομηχανία» του Λαυρίου και τα πολύφερνα μεταλλεία του Παγγαίου, καθώς και όλης της χώρας, είχαν σιγάσει πέφτοντας στην αφάνεια.
Όλ’ αυτά δημιούργησαν στην κυρίως Ελλάδα συνθήκες δυσμενείς για όλους τους κλάδους της μεταλλοτεχνίας της.

Η νομισματοκοπία γνώρισε κάθετη παρακμή, γιατί οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες επέβαλαν το δικό τους νόμισμα σε όλη την αυτοκρατορία., επιτρέποντας μόνο σε μερικές πόλεις να κόβουν χάλκινα νομίσματα τοπικής χρήσεως. Έτσι από το 27 π.Χ. ως το 284 μ.Χ. στην Ελλάδα κόπηκαν τα λεγόμενα «αυτοκρατορικά ελληνικά», που χρησιμοποιούνταν μόνο στις πόλεις κοπής τους και που στη μια τους όψη εικόνιζαν τον αυτοκράτορα της εποχής, αποβλέποντας στην κολακεία του.
Ίδια κατάσταση επικράτησε και στην οπλοποιία, που περιορίστηκε πολύ κι αυτή. Στην κατασκευή ατομικών και μικρότερης δυναμικότητος όπλων για τον εξοπλισμό των δυνάμεων των τοπικών ασφαλειών μονάχα, γιατί σε όλες τις Ελληνίδες πόλεις οι κατακτητές απαγόρευσαν τη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων, για λόγους δικής τους ασφάλειας.
Η κοσμηματοποιία, όπου μεταφέρθηκαν και όλες οι τεχνικές κατακτήσεις της νομισματοκοπίας, εξακολούθησε ν’ ακμάζει στις πόλεις που ευδοκιμούσαν, μιμούμενη, βασικά, την κοσμηματοποιία της αρχαιοελληνικής περιόδου, αλλά και δεχόμενη επιδράσεις από τα σύγχρονά της ρεύματα.
Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για την ανδριαντοποιία μαρμάρου και χαλκού, που η ματαιοδοξία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, διαχεόμενη και στους άλλους αξιωματούχους της Ρώμης και τους άποικους πολίτες της που πλούτιζαν, την κρατούσε σε σχετική ακμή.
Όσο για τη σιδηρουργία, αυτή συνέχισε να εξυπηρετεί τις ανάγκες σε εργαλεία και άλλες σιδηροκατασκευές, σε όλη την Ελλάδα. Όμως κι αυτή δέχτηκε τις πιέσεις της γενικής παρακμής της μεταλλοτεχνίας, και της βιοτεχνίας γενικότερα στην Ελλάδα.

Η παρακμή της ελληνικής μεταλλείας άρχισε να γνωρίζει ανάκαμψει με τη μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στο Βυζάντιο (330 π.Χ.) από το Μ. Κωνσταντίνο. Η νέα πρωτεύουσα, για ν’ αποκτήσει ουσιαστικό κύρος, έπρεπε να οργανώσει, κοντά στ’ άλλα, και βιοτεχνία, που να μπορεί να συναγωνίζεται τη βιοτεχνία της Ρώμης. Και στη στελέχωση της τότε περιλήφθηκαν πολλοί Έλληνες εκπρόσωποι της απ’ όλη την Ελλάδα. Ο ίδιος ο ιδρυτής της έκοψε και χρυσό νόμισμα κι ο Ουάλης (364-378) απαγόρευσε με νόμο την απομάκρυνση από τα ορυχεία της η Αυτοκρατορίας των εργαζομένων σ’ αυτά.

Το Βυζάντιο από τότε εξελίσσεται σε μεγάλο κέντρο της αυτοκρατορίας και δεν αργεί να ξεπεράσει κι αυτή τη Ρώμη. Βρίσκεται στο πιο επίκαιρο σημείο της Ανατολής, στο σταυροδρόμι των στεριανών και των θαλασσινών δρόμων που ενώνουν τις τρεις ηπείρους Ευρώπη, Ασία και Αφρική, αλλά και στο κέντρο της περιοχής, όπου ο αρχαίος Ελληνισμός είχε αναπτύξει τη μεγαλύτερη πολιτιστική του δραστηριότητα. Οι ντόπιοι κάτοικοί του είναι Έλληνες, ριζοκρατώντας από τους Μεγαρείς που το αποίκισαν κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος π.Χ. αι.). Αλλά, και στους νεόφερτους πλεονάζουν οι Έλληνες, που από παντού τρέχουν να εγκατασταθούν στην πόλη του Κωνσταντίνου, επιδιώκοντας οφέλη από τη ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομική της ζωή.

Οι ηγεμόνες του Βυζαντίου, που επί αιώνες ακόμη θα εξακολουθούν να θεωρούν τους εαυτούς τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, αναγκάζονται να στελεχώνουν, όλο και σε μεγαλύτερο ποσοστό, την εξουσία τους με Έλληνες. Κι ο Θεοδόσιος Β΄, ο Μικρός (401-450 μ.Χ.), κάνει κρατική την ελληνική γλώσσα που κυριαρχεί στη ζωή της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και των άλλων κέντρων που την περιβάλλουν. Σ’ αυτή την ελληνοποίηση βοηθά και η Χριστιανική θρησκεία που, ποτισμένη όπως είναι με το ελληνικό Πνεύμα, εκφράζεται καλύτερα με την ελληνική γλώσσα και τη βοηθά στην κατάκτηση του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, το οποίο υπό τις συνθήκες αυτές εξελίσσεται στην Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με πρωτεύουσά του τη «βασιλίδα» όλων των πόλεων, όπως τη χαρακτήρισαν οι ειδικοί, και «νύμφη του Βοσπόρου», όπως την είπαν οι ποιητές, Κωνσταντινούπολη ή απλά «Πόλη», όπως κρυσταλλώθηκε στη μνήμη του ελληνικού λαού. Αναμφισβήτητος υπήρξε και ο ρόλος της μεταλλείας σ’ αυτές τις εξελικτικές διαφοροποιήσεις, γιατί αποτελεί μεγάλο τομέα εθνικοκοινωνικής δραστηριότητος.  

 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Το Βυζαντινό Κράτος

Κάθε νέα πολιτειακή μορφή, κάθε νέο καθεστώς περιλαμβάνει στη νομοθεσία του, στο διοικητικό τους σύστημα, και στις συνήθειές του ακόμα, ένα μικρό ή μεγάλο ποσοστό από το προηγούμενο, που καταλύθηκε βίαια, ή έδωσε ειρηνικά τη θέση του στο νέο.Η άποψη αυτή έχει μεγαλύτερη ισχύ, όταν μια περιοχή μεγάλης επικράτειας αποσπάται για λόγους διοικητικούς και συνεχίζει να διοικείται με την ίδια σχεδόν νομοθεσία και με τα ίδια συστήματα του «μητρικού» Κράτους, όπως συνέβη με την περίπτωση του Βυζαντίου.

Το Βυζαντινό Κράτος προήλθε από τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (395 μ.Χ.) σε Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος, με πρωτεύουσα τη Ρώμη, και σε Ανατολικό, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, και είχε την άμεση και πλήρη επίδραση της νομοθεσίας, της διοικήσεως και των εθίμων της Αυτοκρατορίας. Επίσημη γλώσσα του Κράτους για πολλά χρόνια ήταν η λατινική. Η λεγόμενη Ιουστινιάνειος Νομοθεσία γράφτηκε στα λατινικά. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι με την πάροδο του χρόνου και την πίεση της ανάγκης να διοικηθούν ετερόκλητοι και αλλόγλωσσοι λαοί, από τους οποίους η πλειοψηφία μιλούσε ελληνικά, δεν συνετέλεσε στο να επιδράσει το ελληνικό πνεύμα που ήταν διάχυτο σε όλη τη νέα Αυτοκρατορία, στη νομοθεσία και τη διοίκηση.

Το Κράτος τούτο, γράφει ο Α, Σίδερης, εξελληνίσθηκε βαθμιαία κι εξελίχθηκε από τον 7ο αιώνα σε ιδιότυπο Ανατολικό Κράτος. Ο διάσημος βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν , στην μελέτη του για τον βυζαντινό πολιτισμό, αναφερόμενος στην ομοιότητα των νόμων και των θεσμών του νέου Κράτους με της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπογραμμίζει και τον ρωμαϊκό χαρακτήρα του Βυζαντινού Κράτους. Άλλος σοβαρός ερευνητής της βυζαντινής περιόδου, ο Α. Διομήδης, με τις τόσες βαθυστόχαστες μελέτες του, χωρίς φυσικά να είναι ιστορικός υποστηρίζει ότι η νομοθεσία και οικονομία ήταν σύνθεση παλαιών ρωμαϊκών αντιλήψεων και απόψεων των βασιλείων της ελληνιστικής εποχής. Ο Α. Οικονόμου υποστηρίζει, όπως, άλλωστε, πολλοί επιφανείς μελετητές, ότι το βυζαντινό Δίκαιο είναι συνέχεια του αττικού Δικαίου, που εισέδυσε στο ρωμαϊκό κι έπειτα στο βυζαντινό και διαμόρφωσε ανάλογα τις υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.

 

Η κυριότης των μεταλλείων

Το βυζαντινό γαιοκτησιακό καθεστώς στηριζόταν στη ρωμαϊκή πρακτική και είχε κι αυτό τις ρίζες του στο αρχαιοελληνικό καθεστώς, προπάντων των ολιγαρχικών πολιτειών, όπου και τα μεταλλεία υπάγονταν στην κυριότητα των ευγενών και των βασιλέων, οι οποίοι τα διέθεταν κατά τη βούλησή τους. Στο Βυζάντιο, ο αυτοκράτορας ήταν ο κύριος όλων των εκτάσεων, από τις οποίες έδινε ένα μέρος στους αξιωματούχους της Αυλής, στους στρατιωτικούς που αναδείχθηκαν στους πολέμους, ή σε κείνους που τον βοήθησαν να αναρριχηθεί στο θρόνο.

«Καταλαμβάνων ούτος (ο αυτοκράτορας) τον θρόνον κληρονομικώ δικαιώματι, η δι’ επιγαμίας η δι’ αρπαγής, ήτο η υπέρτατη κεφαλή του κράτους, το οποίον εδώρει αυτώ ο Θεός περιεβάλλετο δε υπό απεριορίστου εξουσίας…»

Την ίδια αντίληψη για την παντοδυναμία του δεσπότη και αρχηγού του Κράτους θα συναντήσουμε στην περίοδο της τουρκοκρατίας οπότε ο καλίφης (σουλτάνος) είναι αντιπρόσωπος του Θεού (Αλλάχ) πάνω στη Γη, που την εξουσιάζει όπως εκείνος. Η κυριότης των μεταλλείων, υποστηρίζει ο Α. Οικονόμου, είχε στην Ιστορία διάφορες παραλλαγές ανάλογα με τη φύση του καθεστώτος: «Εν μεν ταις δεσποτικαίας χώραις ο ηγεμών είναι αφιλονείκητος κύριος, εν δε ταις ολιγαρχικαίς οι ευγενείς, εν δε ταις δημοκρατικαίς ο λαός. Απανταχού, δηλαδή τα μεταλλεία εθεωρήθηκαν ως αναγκαία της δυνάμεως στοιχεία».

Όμως, υπήρχε και ιδιωτική κτήση μεταλλείων και στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή πρακτική. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι υπήρχε συνύπαρξη πότε νόμιμη και πότε ανεκτή, παρ’ όλον ότι το κράτος, το δημόσιο ο βασιλιάς -ο αυτοκράτωρ- προσπαθούσαν να αποτρέψουν την επέκταση της ιδιωτικής κυριαρχίας πάνω στα μεταλλεία για όφελός τους. Αναφερόμενος ο Α. Οικονόμου στην ύπαρξη κυριότητος του Δημοσίου και ιδιωτών γράφει:
«Τοιαύτη ελευθερία κυκλοφορίας δεν είναι ασυμβίβαστος προς την εθνικήν των μεταλλείων κτήσιν, διότι ανευρίσκομεν αμφότρας εν έθνεσι, τα οποία πιστεύουσιν εις την διακιαολογητικήν βάσιν της επί του μεταλλικού της φύσεως του πλούτου εθνικής κυριότητος». Κατά τη δημοκρατική περίοδο της Ρώμης, υπογραμμίζει ο Α. Οικονόμου, τα μεταλλεία ήταν διαμοιρασμένα μεταξύ λαού και αριστοκρατών.

 

Βυζαντινό Δίκαιο και μεταλλεία

Το βυζαντινό Δίκαιο για τα μεταλλεία διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην κρατική μορφή κυριότητος των μεταλλείων και το δεύτερο στην ατομική.
Η δεύτερη μορφή, η ατομική, περιέχει λείψανα της ρωμαϊκής νομοθεσίας μέχρι του 250 μ.Χ. Τη μορφή αυτή οι νομοδιδάσκαλοι Τριβωνιανός και Θεόφιλος, ύστερα από 300 περίπου χρόνια (530 μ.Χ.) θα την εντάξουν στην Ιουστινιάνειο νομοθεσία, που ξεκαθάρισε τους εκατοντάδες και εκατοντάδες «αυτοκρατορικούς νόμου», οι οποίοι αποτελούσαν αθροίσματα ασύνδετων νόμων και διατάξεων των αυτοκρατόρων, όταν η νομοθετική εξουσία ανήκε σ’ αυτούς.
Η κρατική μορφή της κυριότητος των μεταλλείων αποτελεί, το νεώτερο θετικό Δίκαιο, όχι μόνο γιατί αρχίζει από τον αυτοκράτορα Βαλεντιανό (364-675), τον πέμπτο αυτοκράτορα μετά τον Κωνσταντίνο, αλλά και γιατί ο Κώδικας, στον οποίο περιέχεται η κρατική μορφή, εκδόθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 534, ενώ οι Πανδέκτες, που περιέχουν την ατομική μορφή ιδιοκτησίας, εκδόθηκαν ένα χρόνο πιο μπροστά στις, 106 Δεκεμβρίου του 533 μ.Χ.
Συνεπώς, στη βυζαντινή νομοθεσία ενυπάρχουν και οι δυο μορφές, με τη διαφορά, ότι πολλές φορές, με το πρόσχημα της κρατικής κυριότητος, τα μεταλλεία μεταβιβάζονταν στον αυτοκράτορα. Τα κρατικά μεταλλεία θεωρούνταν αυτοκρατορικά, καισαρικά. Και αυτό εικάζεται από τους Πανδέκτες, όπου αναφέρεται, ότι, «ο κλέψας άργυρον ή χρυσόν από Καισαρικών μεταλλείων (Metall Caesariana- Metalla principis) εξορίζεται ή μεταλλίζεται». Αυτό σημαίνει, ότι κοντά στα καισαρικά μεταλλεία υπήρχαν και ιδιωτικά, εφ’ όσον γίνεται διάκριση και επιβάλλονται ποινές βαριές, όπως η εξορία ή η εργασία στα μεταλλεία (μεταλλίζομαι= εργάζομαι στα μεταλλεία), αν κλέψει κανείς «άργυρον ή χρυσόν» από τα αυτοκρατορικά μεταλλεία.

Η πρώτη σχετική με τα μεταλλεία διάταξη κατά τη βυζαντινή περίοδο εκδόθηκε στα 365 μ.Χ. Από τη διάταξη αυτή μαθαίνουμε, ότι υπήρχε ανώτατος έφορος στα μεταλλεία, ότι καθένας είχε τη δυνατότητα να επιδοθεί στην εκμετάλλευση των μεταλλείων και ότι από το παραγόμενο προϊόν ο δημόσιος θησαυρός έπαιρνε οκτώ κεράτια (scripulis) σαν δικαίωμα, ενώ το υπόλοιπο το έπαιρνε η Διοίκηση, αλλά τη φορά αυτή σαν αγοραστής. Αυτό σημαίνει, ότι το βυζαντινό Δημόσιο είχε σχεδόν την κυριότητα και τον έλεγχο όχι μόνο στα μεταλλεία, αλλά και το μονοπώλιο αγοράς και διαθέσεως των πολύτιμων προϊόντων εξορύξεως.
Το 392 μ.Χ. η μεταλλουργία του Πόντου και της άλλης Ασίας επιβαρύνθηκε με επτά κεράτια, που τα πλήρωναν οι εκμεταλλευτές των μεταλλείων στο Δημόσιο κάθε χρόνο για κάθε εργάτη που δούλευε στη μεταλλουργική επιχείρηση. Τα Βασιλικά, που αντιπροσωπεύουν το πιο πλήρες μνημείο του Ελληνορωμαϊκού και Βυζαντινού Δικαίου και αναθεωρούν ή προσαρμόζουν προς τις νέες συνθήκες την Ιουστινιάνειο νομοθεσία- οι διατάξεις είναι γραμμένες στα ελληνικά- αναφέρονται και στην περίπτωση των μεταλλείων και στα δικαιώματα του Δημοσίου πάνω στα παραγόμενα εξορυκτικά προϊόντα. Η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου ανεβάζει το δικαίωμα του αυτό σε 47 κεράτια κατά κεφαλή εργάτη.

Αλλά, και η μεταλλοφόρα γη δικαιούνταν να πάρει μιαν αμοιβή, κατά το Βυζαντινό Δίκαιο. Κατά τον Κώδικα πάλι, «οι καλλιεργούντες μεταλλεία εν αλλοτρίοις γηπέδοις, διδότωσαν εκ της εξαγομένης ύλης δέκατον τω Δημόσιω και δέκατον τω ιδιοκτήτη του γηπέδου, κρατούντες το υπόλοιπον εις ίδιον όφελος. Εγένετο εν Κωνσταντινουπόλει τη 17η Σεπτεμβρίου 382». Δεν ήταν όμως, μόνο τα κάτω απ’ τη γη μεταλλεία, για τα οποία η Διοίκηση, το Δημόσιο και ο ιδιοκτήτης του αγρού, που βρισκόταν πάνω από το μεταλλείο, είχαν δικαίωμα ποσοστού για την εξαγόμενη ύλη. Ακόμη και τα λατομεία δεν διέφευγαν από την αρπαγή του ποσοστού.

Από τις διατάξεις των Πανδεκτών εξάγεται, ότι μεταλλεία δίδονταν ακόμα και σαν προίκα για επικαρπία:
«Ει λιθοτομίαν ή κριταρίου ή αργύρου ή ετέρας ύλης ή ψάμμου μέταλλον εύρεν ο ανήρ εις καρπόν λογίζεται… Τω έχοντι την χρήσιν του όλου αγρού διαφέρει τα ευρεθέντα μέταλλα, όστις δύναται συνιστάν εν τω αγρώ παντοία μέταλλα, μη βλάπτων τον αγρόν, ει μη άρα μείζων εστί της βλάβης η περιποιουμένη πρόσοδος».

 

ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Γενικά, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Αυτοκρατορίας δεν γινόταν με εξαιρετική φροντίδα και οι εκμεταλλευτές των μεταλλείων, Δημόσιο ή ιδιώτες, δεν ενδιαφέρονταν παρά για τα πιο χρήσιμα μέταλλα, όπως για τον χρυσό, τον αργυρό, τον χαλκό, τον σίδηρο και τον μόλυβδο.

Η βυζαντινή Διοίκηση- κυρίως, οι διαχειριστές και οι οικονόμοι του αυτοκράτορα- δεν μπορούσε να προνοήσει την τέλεια αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της απέραντης Αυτοκρατορίας, αλλά έταζε πάντα βραχύχρονους στόχους, την εξασφάλιση χρυσού, κυρίως, για τα ανάκτορα, του αυλικούς και τους πολυπληθείς αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας. Πολύ λίγο ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη και σταθεροποίηση της βυζαντινής οικονομίας με τον ορυκτό πλούτο.

Πολυάριθμα ήσαν τα μεταλλεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Α. Σιδέρης, αναλύοντας την οικονομία του Βυζαντίου, αναφέρει, ότι υπήρχαν μεταλλεία: Χρυσού στη Δακία (περιοχή Ρουμανίας), στη Θράκη, στη Δαλματία και την Αίγυπτο. Άργυρο στην Τρανσυλβάνια και στο Λαύριο. Χαλκού στην Κύπρο και τη Δαλματία. Σιδήρου στη Βοσνία. Μόλυβδου στην Καππαδοκία. Ορυχεία μαρμάρου στην Αττική, στην Πάρο και την Προκόννησο. Ορυχεία Θείου στα νησιά του Αιγαίου και ορυχεία Στυπτηρίας γης (alum) στην Κύπρο, στην Αρμενία και στη Μακεδονία. Ο Α. Σίδερης, ίσως, παρέλειψε από την απαρίθμηση αυτή τα μεταλλεία του Πόντου, που ήταν άφθονα κι έδιναν χρυσό και προπάντων άργυρο στην Αυτοκρατορία και που, όπως γράφει ο Α. Οικονόμου: «κατά το 392 μ.Χ. επεβαρύνθει η μεταλλουργία της Ποντικής και της Ασίας δι’ επτά κερατίων, τα οποία επλήρωνε αυτή τω δημοσίω»

Οι συνθήκες εργασίας

Η εργασία στα μεταλλεία ήταν, φυσικά, πολύ σκληρή και στη βυζαντινή περίοδο, όπως και στην αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή. «Η ζωή των εκεί εργαζομένων- συνήθως δούλων ή αιχμαλώτων και τούτων ελαττωθέντων βαθμιαίως κατ’ αριθμόν- ελευθέρων πτωχών εργατών, ηνωμένων εις σωματείον, ήτο, φαίνεται, ακριβώς σκληρά και απηνής», αναφέρει ο Α. Σίδερης. Στα μεταλλεία στέλνονταν κατάδικοι, για να εκτίσουν την ποινή τους σε λιγότερο διάστημα, ενώ άλλοι καταδικάζονταν ειδικά για τα μεταλλεία, «εμεταλλίζοντο» κατά την βυζαντινή έκφραση. Αλλά το περισσότερο προσωπικό των μεταλλείων αποτελούνταν από δούλους, που το εμπόριο τους διεξαγόταν ελεύθερα σε όλη την Αυτοκρατορία, καθώς και από φτωχημένους αγρότες, από χρεωμένους στους τοκογλύφους κ.α. Πολλά αδικήματα είχαν, σαν ποινή, την εργασία στα μεταλλεία, όπως η ζωοκλοπή κατά τον Δ. Τσοποτό.

Οι δουλοπάροικοι, που στο Βυζάωτιο λέγονταν «πάροικοι» και δεν είχαν δικαίωμα να απομακρυνθούν από τα κτήματα των μεγαλοκτηματιών, στέλνονταν πολλές φορές στα μεταλλεία για τιμωρία, όταν έδειχναν αδιαφορία για τις γεωργικές εργασίες, ή δραπέτευαν για ν’ αποφύγουν τις σκληρές συνθήκες της δουλοπαροικίας. Αλλά, η κατάσταση των εργαζομένων στα μεταλλεία ήταν πάντα σκληρή και απάνθρωπη, μοιάζοντας με εργασία ζώων παρά ανθρώπων, όπως συνέβαινε και στις προηγούμενες εποχές, την αρχαιοελληνική και της ρωμαιοκρατίας.

 

Εμπόριο και μέταλλα

Όμως, δεν επιτυγχανόταν η απόκτηση χρυσού και αργύρου- για να περιορισθούμε στα δύο αυτά πολύτιμα μέταλλα- μόνο από τα μεταλλεία της Αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο της ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνέρρεε άφθονος χρυσός και άργυρος από τις χώρες της Δύσεως στην Κωνσταντινούπολη, που ήταν το μεγάλο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Εκεί μεταφερόταν ο χρυσός για την πληρωμή των αγαθών, που έρχονταν από την Ανατολή. Εκεί έτρεχαν οι μεγάλοι άρχοντες και γαιοκτήμονες της Αυτοκρατορίας και των άλλων χωρών, για να ζήσουν μια ζωή χλιδής και εξωφρενικών απολαύσεων και ν’ αφήσουν σ’ αυτή τον χρυσό τους, αυξάνοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο τον πλούτο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι και τα διάφορα δοσίματα απ’ όλες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας.

Ο Α. Ανδρεάδης, αναφερόμενος στα δημόσια έσοδα της Αυτοκρατορίας, υπενθυμίζει τους υπολογισμούς του Κ. Παπαρηγόπουλου, που τα ανεβάζει σε 600 και πάνω εκατομμύρια χρυσά φράγκα, απ’ τα οποία τα μισά ξοδεύονταν για την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η τεράστια συσσώρευση χρυσού και άλλου πλούτου και η βελτίωση των οικονομικών της Αυτοκρατορίας αποτέλεσαν την ακλόνητη βάση του βυζαντινού νομίσματος. Δείγμα αυτής της ευρωστίας και της αφθονίας του χρυσού και αργύρου ήταν η διατήρηση αμιγούς χρυσού νομίσματος, που απέκτησε εξαιρετικό κύρος στις συναλλαγές με τις χώρες με τις οποίες συναλλασσόταν η Αυτοκρατορία. Δυστυχώς όμως όταν θ’ αρχίσει η παρακμή του Βυζαντινού Κράτους όπως θα δούμε, κυρίως απ το 1000 μ.Χ. και ύστερα θ’ αρχίσουν οι «νομισματικές μεταρρυθμίσεις» που σήμαιναν μείωση του χρυσού στα νομίσματα, με συνέπεια να πάρει μεγάλες διαστάσεις η κιβδηλεία.

 

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ – ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

Το νομισματικό σύστημα

Το νομισματικό σύστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν απότοκο του ρωμαϊκού νομισματικού συστήματος και βασιζόταν στον άφθονο χρυσό της Αυτοκρατορίας. Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης – κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν – αποδίδει την ευημερία της αυτοκρατορικής οικονομίας σε δυο αιτίες, στο Χριστιανισμό και στο νόμισμα. Ενώ τα εμπορικά πλεονεκτήματα του Χριστιανισμού είναι συζητήσιμα, το αυτοκρατορικό νόμισμα ήταν, ασφαλώς ένα πλεονέκτημα αναμφισβήτητο. Από τον Κωνσταντίνο Α’ ως τον Νικηφόρο Βοτενειάτη, περισσότερο δηλαδή από έξι αιώνες, το βυζαντινό νόμισμα διατήρησε αμείωτη την αξία του.

Το νομισματικό σύστημα του Βυζαντίου ήταν μονομεταλλικό και είχε για βάση τη χρυσή λίβρα. Το επίσημο νόμισμα από την εποχή του Κωνσταντίνου ήταν ίσο προς το ένα εβδομηκοστό δεύτερο της χρυσής λίβρας. Νομισματική μονάδα από την ίδια εποχή ήταν το «σολδίον» (solidus). Ήταν χρυσό, βάρους 4,48 γρ κι ονομαζόταν, επίσης και «χρυσούν» ή «χρύσινον». Αργότερα ονομάστηκε και νόμισμα ή «υπέρπυρον» («πέρπυρο» στη λαϊκή γλώσσα), ίσως από το ζωηρό πυρρό χρώμα του καθαρού χρυσού που περιείχε κατά τον Α. Κοραή, ή εξαιτίας της επανειλημμένης πυρακτώσεώς του για την καθαριότητά του.

Το νόμισμα αυτό το διαιρούσαν σε δώδεκα μιλιαρίσια και κάθε μιλιαρίσιο σε 12 φόλλεις (follies) ή δυο κεράτια δηλ. ένα νόμισμα είχε 24 κεράτια. Υπήρχαν και υποδιαιρέσεις όλων αυτών, όπως του χρυσού νομίσματος ήταν το μισό (semissis), το 1/3 του νομίσματος (tremissis) και το ¼ του νομίσματος («τεταρτηρός»). Εκτός από τα χρυσά νομίσματα, υπήρχαν και αργυρά. Η siliqua ήταν νόμισμα αργυρό, αξίας 1/24 του νομίσματος. Μια λίβρα χρυσή ισούνταν με 72 νομίσματα, όπως προαναφέραμε, ενώ η λίβρα αργύρου ισούνταν με 144 siliques, δηλαδή 6 νομίσματα. Συνεπώς η σχέση χρυσού και αργύρου ήταν 1:12.

Το μιλιαρίσιο και το κεράτιο ήταν κέρματα και δεν είχαν απεριόριστη εξοφλητική αξία, όπως το «νόμισμα» ή το «υπέρπυρον». Κέρματα μικρής αξίας ήταν οι φόλλεις (χάλκινα), οι οβολοί, τα δεκανούμια και τα πεντανούμια. Λεπτομερέστερα: 1 κεράτιον = 6 φόλλεις, 1 φόλλη = 2 οβολοί, 1 οβολός = 2 δεκανούμια, 1 δεκανούμιο = 2 πεντανούμια. Η τελευταία υποδιαίρεση, το πεντανούμιο, ήταν μεγαλύτερο από 1/100 (centime) του χρυσού φράγκου.

Αυτή όμως η νομισματική σταθερότης κι ευρωστία υποχώρησαν βαθμιαία ακολουθώντας την παρακμή της Αυτοκρατορίας, κυρίως από το 1000 και έπειτα, όπως κιόλας. Ο Νικηφόρος Φωκάς (960) κατηγορήθηκε ότι κυκλοφόρησε νόμισμα μειωμένης αξίας. Ο Βοτανειάτης (1078) εμείωσε το ποσό του χρυσού που περιείχε το νόμισμα. Ο Αλέξιος (1081) προσπάθησε να το αποκαταστήσει, αναγκάστηκε όμως κι αυτός να πληρώσει τις δαπάνες του με ένα νόμισμα δικής του κατασκευής που η σύνθεσή του ήταν χαλκός κατά το ένα τρίτο και χρυσός, κατά τα δυο τρίτα. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε επιτυχία. Επί Κομνηνών (1180 και μετά) το νόμισμα άρχισε να ξεπέφτει στην αρχή πολύ αργά. Στο εξωτερικό, όμως, συνέχιζαν να δέχονται τα «βυζαντινά». Μετά το 1204, στην περίοδο των Παλαιολόγων, η πτώση γινόταν πιο γρήγορη, ώσπου τελικά το νόμισμα δεν είχε πια παρά το 1/6 της αρχικής του αξίας και δεν ενέπνεε καμία εμπιστοσύνη στο εξωτερικό.

Όσο προχωρεί η παρακμή, όσο περιορίζεται εδαφικά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα οικονομικά της πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, η αστάθεια του νομίσματος αποτελεί μόνιμη κατάσταση. Ο Βασίλιεφ γράφει μελαγχολικά για τις τελευταίες στιγμές του βυζαντινού νομίσματος ζητώντας μάταια να βρει την πρώτη αίγλη του αστραφτερού χρυσού νομίσματος.

 

Ο Βυζαντινός πλούτος

Όμως ο χρυσός και ο άργυρος δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για τα νομίσματα. Ήταν και σειρήνες προκλήσεως, με μεγάλη δύναμη έλξεως για την απόκτησή τους. Γιατί αποτελούσαν ένδειξη πλούτου και ευημερίας, σφραγίδα ανωτερότητας και αξιωμάτων, στολισμού και ματαιοδοξίας. Υπήρχε ένας συναγωνισμός επιδείξεως με τον χρυσό και τις πολύτιμες πέτρες, που στη δίνη του παρέσυρε και τον ανώτερο και ανώτατο κλήρο.

Παντού δέσποζαν κυρίως ο χρυσός και οι πολύτιμες πέτρες. «Το χρυσοτρίκλινον συνέκειτο εξ αναριθμήτων θαλάμων, εν οις έστιλβεν ο χρυσός», σημειώνει ο Π. Καλλιγάς, δίνοντας μια ελάχιστη ιδέα των αυτοκρατορικών ανακτόρων. Ένας κηροπώλης – το αναφέρει και αυτό ο Π. Καλλιγάς – αναγκάσθηκε από το Νικηφόρο τον από Γενικού, στα 810 να ομολογήσει ότι έχει 100 λίτρες χρυσό, ενώ αποδείχθηκε ότι είχε περισσότερο.  Και ο Α. Ανδρεάδης στην περίφημη μελέτη του «Περί του πληθυσμού και του πλούτου της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους μέσους χρόνους», υπογραμμίζει αυτή την πρωτοφανή αφθονία του χρυσού και την πολυτέλεια της ζωής των ανωτέρων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε μια επιστολή του μιλά για ενδυμασίες αξίας 100 χρυσών νομισμάτων και αναφέρει τα χρυσά κοσμήματα των γυναικών και… των αλόγων; «Της γαρ αυτής τιμής τας τε γυναίκας αξιούσι και τους ίππους και εις ο καλλωπισμός αμφοτέρων». Σε συνέχεια, περιγράφει μέγαρα λαμπρά, όπου κυριαρχεί ο χρυσός διάκοσμος. Ο Αλέξιος ο Γ’ αναφέρει ο Ανδρεάδης, φεύγοντας τον Ιούλιο του 1203, πριν από την πρώτη πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, συναπεκόμισε «δέκα χρυσίων κεντηνάρια και κόσμους άλλους βασιλικούς εκ λίθων τιμαλφών συγκειμένους και μαρμάρων διαφανών». Ένας σύγχρονος χρονογράφος αναφέρει, ότι χρειάστηκαν δέκα άλογα, για να μεταφέρουν τον χρυσό και τους πολύτιμους λίθους του Αλεξίου.

Κατά την άλωση της Κτησιφώντος από τους Άραβες, καθένας από τους πορθητές πήρε λεία αξίας 7.800 χρυσών φράγκων. Για να επαρκέσει όμως η αναλογία στους 60.000 Άραβες όλα τ’ αριστουργήματα από χρυσό και άργυρο λειώθηκαν ή κατακομματιάστηκαν. Πολλές εκκλησίες και άλλα ιδρύματα της Δύσεως οικοδομήθηκαν χάρη στα λείψανα της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την κατάληψή της το 1204 από τους Φράγκους. Κατά τη λεηλασία εκείνη «οι σταυροφόροι επέπεσον λαύροι κατ’ αυτών».  Μαζί με όλα τ’ άλλα η αθλιότητα ήλθε να επιστεγάσει την τελευταία πράξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που άλλοτε την στεφάνωνε ο πλούτος, με χρυσό.

Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) ένας σοφός από τον Πόντο, περιγράφει μια πτυχή της κατάντιας της άλλοτε χρυσοφόρας Αυτοκρατορίας, με την ευκαιρία των γάμων του Ιωάννη Ε’ (1341-1391).  «Τέτοια φτώχια επικρατούσε στο παλάτι τότε, που κανένα από τα ποτήρια ή τα κύπελλα δεν ήταν από χρυσό ή ασημένιο, αλλά από κασσίτερο, πηλό ή όστρακο. Για κείνους που ξέρανε να διαγνώσουν την κατάσταση, ήταν ολοφάνερη η βαθμιαία κατάπτωση του μεγαλείου και της χλιδής και τα πάντα γύρω τους μιλούσαν για την απλωμένη παντού δυστυχία. Ακόμα και τα βασιλικά ενδύματα και διαδήματα κατά την τελετή αυτή είχαν απομίμηση χρυσού και ψεύτικες πέτρες αντί αληθινές, που αντανακλούσαν με διάφορους χρωματισμούς πάνω στα επιχρυσωμένα δερμάτινα ενδύματα…».

 

Η αδιαφορία στην οργάνωση της οικονομίας συντελεστής στην πτώση του Βυζαντίου

Ο ορυκτός πλούτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο τόσο άφθονος, δεν κατέστη ικανός να τη διασώσει από το οικτρό τέλος της. Δεν κατόρθωσε αυτή η μεγάλη πολιτική και στρατιωτική δύναμη να χρησιμοποιήσει τον τεράστιο αυτόν πλούτο, που η γη έβαζε στη διάθεσή της απλόχερα, για την ανάπτυξη όλων των τομέων της οικονομίας.
Ο Ιταλός ιστορικός Corrado Barbagallo, στην περίφημη και μοναδική πιθανόν στον κόσμο μελέτη του «Τα αίτια της πτώσεως της Αρχαίας Ελλάδας, υπογραμμίζει με έμφαση: «Τυχερός είναι εκείνος ο λαός, που έλυσε το πρόβλημα της παραγωγής με τον καλύτερο τρόπο, γιατί έτσι θα μπορέσει να διατηρήσει την κοινωνική του ύπαρξη, θ’ αποκτήσει τη δύναμη να ξεφύγει απ’ όλους τους τρομερούς κινδύνους σώος και αβλαβής, κινδύνους που συχνά παρουσιάζονται στον δρόμο των εθνών, θα βρει τον τρόπο να νικήσει τις δυσκολίες και να ξεπεράσει τα εμπόδια. Αντίθετα, η κοινωνία που δε θα φροντίσει διόλου για το πρόβλημα της παραγωγής της, δε θα μπορέσει να αποφύγει την εξαφάνισή της, βαδίζοντας γοργά προς την κατάπτωση ή την τέλεια καταστροφή της, όσο ευγενικά και υψηλά κι αν είναι τα ιδανικά της πλειοψηφίας ή της αφρόκρεμάς της.

Αυτό συνέβηκε με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εξαιτίας της αδιαφορίας στην οργάνωση της οικονομίας της, ο ορυκτός πλούτος της, όσο άφθονος κι αν ήταν, δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει από την ολίσθηση προς το κενό, προς το χάος τον γίγαντα, που είχε πήλινα πόδια. Όταν ήλθε το οδυνηρό τέλος, η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν παρά μια πόλη χωρίς περίγυρο, χωρίς ενδοχώρα, μια πόλη απομονωμένη από τον υπόλοιπο κορμό της άλλοτε μεγάλης Αυτοκρατορίας, μια πόλη που ολοένα την έσφιγγε ο βρόχος γύρω απ’ το λαιμό της για να την πνίξει τελειωτικά.

Ένας δυναμικός, αλλά άγριος και βάρβαρος κόσμος κατέλαβε τη θέση αυτής της Αυτοκρατορίας ύστερα από τη χιλιόχρονη ταραχώδη ζωή της: οι Τούρκοι που με τον φανατισμό του νεοφώτιστου και το μαχαίρι στα δόντια άπλωναν την κυριαρχία τους ως την καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης πάνω σε εκατομμύρια Χριστιανούς και άλλους λαούς, με πολύ ανώτερο πολιτισμό από το δικό τους. Ήταν το τέλος ενός μεγάλου Κράτους, το οποίο δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της φύσεως και της δυνάμεως, που του προσφέρθηκαν άφθονα.