ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η Μυθολογία μας, μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο εθνικές μυθολογίες, διαλαμβάνει και πολλά στοιχεία, αναφερόμενα στη μεταλλευτική δραστηριότητα των προγόνων μας από τα προϊστορικά ως τα ιστορικά χρόνια. Τα στοιχεία αυτά, συνυφασμένα σαν υφάδι στο στημόνι διαφόρων μύθων, που αναφέρονται σε δραστηριότητες θεών και ημιθέων ή ηρώων, αλλά και άλλων προσωπικοτήτων, αναμφίβολα δείχνουν και τη μεταλλογνωσία των κατοίκων του ελλαδικού χώρου κατά τα πολύ μακρινά εκείνα χρόνια, όταν η ανθρώπινη πείρα κρυσταλλωνόταν σ’ επικά τραγούδια (ραψωδίες) που ασκούσαν την παιδαγωγική και μορφωτική επίδρασή τους, αδόμενα από τους ραψωδούς πιο πολύ.

Η αλληγορία τους, όποιες και όσες προεκτάσεις κι αν παίρνει, είναι συνθεμένη εννοιολογικά από πραγματικές γνώσεις των δημιουργών τους, που τις αντλούσαν από την πείρα των συγχρόνων τους κοινωνιών. Έτσι, όσες απ’ αυτές τις γνώσεις αναφέρονται σε μέταλλα, είτε ονομαστικά είτε χρηστικά, αποτελούν αναμφισβήτητες αποδείξεις, πως τα μέταλλα αυτά, οι Ελλαδίτες των μυθικών χρόνων ήξεραν και να τα παίρνουν από τη γη και να τα δουλεύουν, χρησιμοποιώντας τα σε διάφορες ανάγκες της ζωής τους, για εργαλεία, για όπλα, για κοσμήματα κλπ ακόμα και για έπιπλα κι άλλα αντικείμενα, μικρά και μεγάλα. Κι επειδή στους μύθους η φαντασία δίνει μεγάλες προεκτάσεις για διδακτικούς σκοπούς, παροτρύνοντας τον άνθρωπο για όλο και υψηλότερα πολιτισμικά επιτεύγματα – πράγμα που στους ελληνικούς μύθους αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό και που ολοκάθαρα φαίνεται στη μυθική «Αργώ» την προικισμένη με ιδιότητες που μόλις στην εποχή μας άρχισε να πραγματώνει ο άνθρωπος – σε πολλούς μύθους μας περιγράφονται ακόμη και παλάτια ολόχρυσα και ζωντανά πλάσματα (άνθρωποι, πουλιά κ.α.) καμωμένα από μέταλλα.

Η μυθολογία που προτάσσεται σ’ αυτή την ιστορία της ελληνικής μεταλλείας, σκοπό έχει να δείξει ότι η μεταλλευτική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο έκανε την παρουσία της σε πολύ παλιά χρόνια, σημειώνοντας αξιοθαύμαστα επιτεύγματα, που η συμβολή τους στον προϊστορικό, τον πρωτοϊστορικό, αλλά και τον ιστορικό ελληνικό πολιτισμό υπήρξε τεράστια.

Ολοκληρωμένη ελληνική μυθολογία για τα μέταλλα δεν υπάρχει. Ούτε όμως και άλλου έθνους. Υπάρχουν μόνο, μεμονωμένα και σκόρπια, σχετικά στοιχεία σε διάφορα συγγράμματα, ελληνικά και ξένα, σε γενικές μυθολογίες, σ’ έργα μυθογράφων, ποιητών και μελετητών αρχαιοελληνικών μύθων, που εδώ συγκεντρώθηκαν, συναρμολογήθηκαν και κατατάχθηκαν σε κατηγορίες, για να δειχθεί, ότι οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν πολλαπλή σημασία στα μέταλλα, που τα αξιοποιούσαν συστηματικά.
Στην εργασία αυτή περιλαμβάνονται μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία γύρω από τους ολύμπιους θεούς. Παραλείφθηκαν, για λόγους οικονομίας χώρου, στοιχεία σχετικά με τους ημίθεους και της ήρωες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, για να δοθεί μια ειδική μυθολογική εικόνα, συμβολικού ή αλληγορικού χαρακτήρα, προσαρμοσμένη στο κλίμα αυτού του βιβλίου. Οι διαχωριστικές κατατάξεις του είναι:

  1. Μεταλλογένεση
  2. Ανακάλυψη και πρώτη κατεργασία των μετάλλων
  3. Περίοδοι των μετάλλων
  4. Σύμβολα – μέταλλα
  5. Χρυσοθηρία και χρυσομανία
  6. Διακοσμητική μεταλλική
  7. Μεταλλικά όπλα – μάχες
  8. Επίθετα και χαρακτηρισμοί από μέταλλα
  9. Γιορτές
  10. Μετάλλινα γλυπτά
  11. Νομίσματα και μετάλλια.

 

1.    ΜΕΤΑΛΛΟΓΕΝΕΣΗ

Ο σίδηρος

Η Γαία δίνει το δρεπάνι στον ΚρόνοΟ θεός Ουρανός τα παιδιά, που αποκτούσε με τη θεά Γαία (Γη) μόλις γεννιούνταν, τα έκρυβε μέσα στο σκοτεινό κοίλωμα της Γης. Με την τακτική του αυτή βρήκε την ησυχία του κατά τον Ησίοδο («Θεογονία»), επειδή φοβόταν ότι, μόλις έρθουν στο φως, θα τον διώξουν από τον θρόνο του και θα καταλάβουν την εξουσία του.
Αυτό έκανε τη Γαία να υποφέρει διπλά, γιατί τα παιδιά της στερούνταν την ελευθερία τους και γιατί αισθανόταν αφόρητα πιεστικό το βάρος τους μέσα στα σπλάχνα της. Ήταν το «πρώτο κακό έργο» που γινόταν στον κόσμο. Για ν’ αντιδράσει, λοιπόν, η Γαία πρότεινε στα φυλακισμένα παιδιά της να τιμωρήσουν τον «ανόσιο πατέρα» τους όπως του άξιζε. Όμως, εκτός από τον Κρόνο – το μικρότερο από τ’αγόρια – κανένα άλλο παιδί της δεν δέχθηκε ν’ αναλάβει τον ρόλο του τιμωρού.
Η Γαία, ικανοποιημένη από την προθυμία του Κρόνου, τον πήρε και τον έκρυψε σε κατάλληλο μέρος. Τότε επινόησε την παραγωγή φαιού σιδήρου, από τον οποίο κατασκευάστηκε το πρώτο μετάλλινο οδοντωτό δρεπάνι και το παρέδωσε στον Κρόνο, αφού πρώτα τον μύησε στο «σχέδιο τιμωρίας», που είχε η ίδια καταστρώσει.
Έτσι, τη νύχτα, όταν ο Ουρανός αγκάλιασε τη Γαία και ξάπλωσεν ερωτικά επάνω της, ο Κρόνος που καιροφυλακτούσε, τον άρπαξε με τ’ αριστερό χέρι και, με το δρεπάνι που κρατούσε στο δεξί του, του έκοψε τα γεννητικά όργανα και τα πέταξε. Από τις σταγόνες του αίματος του ακρωτηριασμένου θεού γεννήθηκαν σε λίγο γίγαντες, οπλισμένοι με «αστραφτερούς» χάλκινους θώρακες. Κι ακολούθησε η κυριαρχία του Κρόνου, με την οποία, όπως γράφει ο Ησίοδος, συνδέεται η χρυσή εποχή της ανθρωπότητας.

Ο ήλεκτρος

Όταν ο γιός του Ήλιου Φαέθων κεραυνοβολήθηκε από τον Δία, γιατί οδηγώντας αδέξια το άρμα του πατέρα του, κόντεψε να καταστρέψει τη Γη με γενική ανάφλεξη, έπεσε στον Ηριδανό ποταμό και πνίγηκε. Αμέσως τότε έτρεξαν κοντά του οι Νύμφες, ανέσυραν από τα νερά το απανθρακωμένο πτώμα του και το έθαψαν με την καρδιά γεμάτη πόνο.
Οι Ηλιάδες, αδελφές του Φαέθονα τον έκλαιγαν απαρηγόρητες στον τάφο του. Κι όταν στέρεψαν τα δάκρυά τους, μεταμορφώθηκαν σε σκλήθρα, ή σε λεύκες, σύμφωνα με άλλη εκδοχή. Τα δάκρυά τους «αποξηρανθέντα και αποκρυσταλλωθέντα» μεταβλήθηκαν στο γνωστό κατά την αρχαιότητα αυτοφυές μεταλλικό κράμα χρυσού και αργύρου, τον «ήλεκτρον» που ο Ηρόδοτος τον ονομάζει «λευκόχρυσον».
Το εμπόριό του είχε διαδοθεί σε όλη την αρχαία Ελλάδα, αφού πρώτα ακολούθησε τους εμπορικούς δρόμους της Αδριατικής. Ο Ηρόδοτος γράφει, ότι ο ήλεκτρος προερχόταν από τον Ηριδανό ποταμό, που χυνόταν στον Ατλαντικό «κατά τα δυτικότατα άκρα της Ευρώπης». Σύμφωνα με νεότερες εκδοχές, ο Ηριδανός – ο περιώνυμος αυτός μυθολογικός ποταμός, που κατά τον Ησίοδο ήταν γιός του Ωκεανού και της Τηθύος – εντοπίζεται στον Ροδανό ή στον Ρήνο ή στον Πάδο.


2.    ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ

Ο Μεταλλουργός Ήφαιστος

Ο Ήφαιστος δίνει την πανοπλία του Αχιλλέα στην ΘέτιδαΓια τον θεό της φωτιάς Ήφαιστο, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι είχεν επινοήσει την κατεργασία των μετάλλων και ότι ήταν ο πρώτος μεταλλουργός και μεταλλοτεχνίτης. Σαν χαλκιάς (χαλκεύς) έκανε θαύματα και, όπως λένε τα ομηρικά κείμενα, ο Ήφαιστος είναι εκείνος που δίδαξε τις μεταλλουργικές τέχνες στους ανθρώπους. Όμως, η ασύγκριτη αυτή ικανότητα του Ηφαίστου δεν περιοριζόταν μόνο στο να μεταμορφώνει τ’ ακατέργαστα μέταλλα σ’ εξαίρετα έργα τέχνης. Κατασκεύαζε απ’ αυτά – δημιουργούσε καλύτερα – και όντα με ζωή, όπως οι αργυρόχρυσοι σκύλοι του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου, οι χάλκινοι ταύροι του βασιλιά της Αίας (Κολχίδας) και πατέρα της Μήδειας Αιήτη, που από το στόμα τους ξεπετιόταν φωτιά κ.α.
Ο Ήφαιστος, γράφει ο Ζαν Ρισπέν, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Τ’ όνομά του συχνά συνοδεύεται από την επωνυμία «θείος σιδηρουργός». Με τα έντονα αναπτυγμένα μπράτσα του δουλεύει, με τα «σφυριά» και τις «τανάλιες του» όλα τα υπέροχα προϊόντα, που βγαίνουν από το εργαστήρι του. Σε πολλές περιπτώσεις οι άλλοι θεοί σ’ αυτόν κατέφευγαν, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να τους προσφέρει ειδικές υπηρεσίες.
Ο Όμηρος τον παρουσιάζει ντυμένο με εργατική φορεσιά να κινείται αδιάκοπα μέσα στο χάλκινο, άφθαρτο και αστραφτερό εργαστήρι του, στον ΄Ολυμπο, κατασκευασμένο από τον ίδιο τον Ήφαιστο ανάμεσα στις κατοικίες των άλλων θεών. Πάντοτε, λέει, ήταν απασχολημένος με κάποιο έργο και, καθώς κινούνταν ασταμάτητα γύρω από τα «φυσερά του» τον έλουζε ο ιδρώτας της δουλειάς. Οι είκοσι τρίποδες, που είχε στο εργαστήρι του, μετακινούνταν αυτόματα και, κάθε φορά που οι αθάνατοι του Ολύμπου έκαναν συνελεύσεις, βρίσκονταν κοντά τους για να τους εξυπηρετήσουν.
Όταν συμπληρώνει την εργασία της ημέρας, σβήνει τις φλόγες, τακτοποιεί τα εργαλεία του σ’ ένα αργυρένιο κιβώτιο, καθορίζεται μ’ ένα σφουγγάρι, φοράει το χρυσό χιτώνα του, παίρνει στα χέρια του το ισχυρό σκήπτρο του και βγαίνει κουτσαίνοντας. Στο βάδισμα τον βοηθούν ζωντανά χρυσά αγάλματα με αβρή εφηβική μορφή, που έχουν νου και δύναμη και που διδάχθηκαν από τους θεούς τα καθήκοντά τους. Αυτά πάντα βρίσκονται κοντά στον κουτσό θεό και τον βοηθούν, όταν χρειάζεται. Την επομένη συνεχίζει την κοπιαστική και πολύπλευρη εργασία του με την ίδια διάθεση, κατευθύνοντας τα «φυσερά» και τις «φωτιές» και διατάζοντάς τα να κάνουν τις φλόγες τους όλο και πιο ζωηρές. Σε είκοσι «φωτιές» φυσούν τα «φυσερά», ανεβάζοντας τη θερμοκρασία σε ανάλογους βαθμούς κάθε φορά. Έπειτα ο θεός βάζει στη φωτιά τον ανυπότακτο χαλκό, τον κασσίτερο, τον άργυρο και τον πολύτιμο χρυσό, τα στερεώνει επάνω στο πλατύ αμόνι του και, παίρνοντας στο ένα του χέρι το βαρύ σφυρί και στ’ άλλο την τανάλια, αρχίζει να τα δουλεύει.

foundry-zwgrafos Chytiriou-7a1Η φωτιά χρησιμοποιείται από τον Ήφαιστο για την επεξεργασία των μετάλλων, ιδιαίτερα των πολύτιμων. Ο θεός θεωρούνταν και προστάτης των τεχνιτών που κατεργάζονταν τα μέταλλα, ειδικότερα των σιδηρουργών. Εξάλλου και ο ίδιος, στις πιο πολλές περιπτώσεις, παρουσιάζονταν σαν σιδηρουργός.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο, ο Ήφαιστος δυσαρεστημένος από τους γονείς του, επειδή τον γέννησαν κουτσό, περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, για να τους εκφράσει την πικρία του. Αυτό έγινε όταν πήρε την παραγγελία να κατασκευάσει τους θρόνους των θεών του Ολύμπου. Το θρόνο της μητέρας του τον κατασκεύασε ολόκληρο από χρυσό. Αλλά μόλις η Ήρα κάθισε πάνω του, δέθηκε με απίθανης λεπτότητας αόρατα μεταλλικά δεσμά κι αμέσως ο θρόνος υψώθηκε με τη δεμένη σ’ αυτόν θεά κι αιωρούνταν στον αέρα. Κανένας από τους θεούς, που πρόστρεξαν, δεν μπόρεσε να βοηθήσει την Ήρα. Φώναξαν τον Ήφαιστο, μα αυτός αρνήθηκε κατηγορηματικά. Τελικά ο Διόνυσος κατάφερε να φέρει τον Ήφαιστο στον Όλυμπο, αφού πρώτα τον μέθυσε με άφθονο κρασί. Εκεί έλυσε τη μητέρα του από τα δεσμά της, αφού πρώτα πήρε, σαν αντάλλαγμα, τη θεά του Έρωτα Αφροδίτη γυναίκα του.
Επίσης, ο Ήφαιστος κατασκεύασε το απερίγραπτης λαμπρότητος χρυσό ανάκτορο του Δία με χρυσό θρόνο μέσα. Πρόσφερε, ακόμη, στο Δία και το δικής του εμπνεύσεως και κατασκευής μετάλλινο και χρυσοποίκιλτο σκήπτρο, που αργότερα περιήλθε στην κατοχή του Αγαμέμνονα, καθώς και την αιγίδα. Έκτισε και το μετάλλινο μέγαρο του θεού Ήλιου και κατασκεύασε το χρυσό άρμα του. Στα δώματα των θεών φιλοτέχνησε μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας διακοσμήσεις, ενισχύοντας τους τοίχους τους με πλάκες από χαλκό, κι εγκατέστησε μέσα τους χάλκινα μηχανήματα, πρωτότυπα σε σύλληψη, για την εξυπηρέτηση πολλών αναγκών.
Άλλες μεταλλοκατασκευές του Ηφαίστου είναι: Η χρυσή πανοπλία και η χάλκινη ασπίδα του Ηρακλή. Η στολισμένη με αριστουργηματικές παραστάσεις πανοπλία του Αχιλλέα. Ο χάλκινος θώρακας του Διομήδη. Το σιδερένιο ξίφος του Πηλέα. Οι χρυσές Παρθένες που μιλούσαν κι εργαζόταν σαν ζωντανοί άνθρωποι. Η πρώτη θνητή γυναίκα Πανδώρα και  το χρυσό στεφάνι, που της το πέρασε στο λαιμό η Αθηνά. Μα κι άλλα πολλά, που ο αριθμός τους είναι απροσδιόριστος.
Όταν ο Ήφαιστος πληροφορήθηκε από τον Ήλιο, πως η γυναίκα του Αφροδίτη τον απατούσε με τον Άρη μέσα στο ίδιο το σπίτι του, έδεσε με αόρατες αλυσίδες το παράνομο ζευγάρι πάνω στο κρεβάτι και φώναξε ύστερα τους θεούς να δουν το σκανδαλιστικό θέαμα. Τους μοιχούς τους ελευθέρωσε, μόνο αφού εξευτελίστηκαν από τους εμπαιγμούς των θεών.
Τέλος, όταν ο Δίας ήταν έτοιμος να γεννήσει από το κεφάλι του τη θεά Αθηνά, κάλεσε τον Ήφαιστο, ο οποίος μ’ ένα χτύπημα με σιδερένιο δίκοπο πελέκι, έσχισε το κεφάλι του πατέρα του και βγήκε απ’ αυτό η Αθηνά, φορώντας πανοπλία από αστραφτερό χρυσάφι και κραδαίνοντας το χάλκινο ακόντιό της.

Οι Κάβειροι

Οι Κάβειροι, σύμφωνα μ’ ένα σχετικό μύθο, χρησιμοποίησαν πρώτοι τα μέταλλα, δουλεύοντάς τα με τη βοήθεια της φωτιάς. Θεωρούνται και σαν οι αρχαιότεροι θεοί της γονιμότητας. Οι τότε δοξασίες, πως κάτω από τη γη υπήρχε φωτιά και πως τα μέταλλα αποτελούσαν ιδιαίτερο στρώμα μέσα στη γη, απλησίαστο για τις ανθρώπινες δυνατότητες, αποτέλεσαν αφορμή ν’ αποδοθεί στη θρησκεία των Καβείρων μυστηριακός χαρακτήρας. Οι ηφαιστειακοί και μεταλλουργικοί αυτοί δαίμονες της Λήμνου συνδέονταν με τις άλλες θεότητες της Γης, ιδιαίτερα με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη.  O Παυσανίας αναφέρει (Β.22, 5, 25, 5, Δ.17) ότι κοντά στις Θήβες υπήρχεν ένα ιερό, αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Περσεφόνη με τη χαρακτηριστική ονομασία «Καβείρια».
H Βοιωτία, που στην αρχαιότητα ήταν χώρα των μετάλλων και που ο σίδηρός της είχε γίνει ονομαστός, εύλογα συνδύασε τη λατρεία των πρώτων αυτών θεϊκών εργατών των μετάλλων με τη λατρεία των δυο κυριοτέρων θεοτήτων της γήινης παραγωγής και βλαστήσεως.
Οι Κάβειροι συγχέονται με τους Ιδαίους Δακτύλους, τους Κορύβαντες και τους Κουρήτες.

Οι Τελχίνες

Σαν πρώτοι χαλκουργοί και σιδηρουργοί θεωρούνται και οι Τελχίνες, που η ελληνική μυθολογία τους παρουσιάζει να μοιάζουν πολύ με τους Καβείρους. Και τούτοι μεταχειρίζονται τη φωτιά – που εξάλλου ήταν και κύριοί της – στην κατεργασία των μετάλλων. Είναι οι αρχέγονοι τεχνίτες της Ρόδου, που ο Πίνδαρος ύμνησε την περίφημη μεταλλική αγαλματοποιία της. Σαν θεϊκοί σιδηρουργοί, κατά μια μυθολογική εκδοχή, κατασκεύασαν την «άρπη» - ένα δρεπανόσχημο ξίφος – του Κρόνου και την τρίαινα του Ποσειδώνα. Κατά τον Στράβωνα (ΙΔ), η επιτηδειότητά τους στην κατασκευή μεταλλικών όπλων για τους θεούς, αντιπαραβαλλόταν μ’ εκείνη των Κυκλώπων, Ο Διόδωρος (Ε,55) υπογραμμίζει, ότι τ’ αρχαιότερα μεταλλικά είδωλα των θεών στα ροδιακά ιερά θεωρούνταν έργα των Τελχίνων. Γι’ αυτοί οι Ρόδιοι έδωσαν τ’ όνομα «Τελχνίνες» στο πρώτο σωματείο τους, των μεταλλουργών και μεταλλοτεχνιτών, που είχε οργάνωση παρόμοια με του σωματείου των Δαιδαλιδών, όπου τα μυστικά της τέχνης κρύβονταν επίμονα και μεταδίδονταν αποκλειστικά στους διαδόχους από γενιά σε γενιά.   

Οι Κύκλωπες

Αφού στην Τιτανομαχία ο Δίας σκότωσε τον φύλακα του Ταρτάρου Κάμπη κι απελευθέρωσε τους αδελφούς του αρχισιδηρουργούς Κύκλωπες, οι τελευταίοι σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης, κατασκεύασαν τον κεραυνό και την αστραπή και του τα πρόσφεραν. Επίσης, κατασκεύασαν και πρόσφεραν στον αρχηγό του Δωδεκαθέου κι ένα σιδηρένιο προκάλυμμα, για να μη βλέπουν οι Τιτάνες την αστραπή, που προηγούνταν από κάθε κεραυνό και προφυλάγονται έγκαιρα.

Η Αθηνά και ο Προμηθέας

Στην Αθηνά και στον Προμηθέα οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν μεταλλουργικές ικανότητες. Στην πρώτη, που την αποκαλούσαν κι «εργάνη» (εργάτιδα), θεωρώντας την προστάτρια της εργασίας και των τεχνών, απέδιδαν την επινόηση της χρυσυχοΐας και της χαλυβουργίας (χαρακτικής), και πίστευαν γι’ αυτήν, ότι προστάτευε τους σιδηρουργούς και τους χαλκοχύτες.  Για τον δεύτερο, τον Προμηθέα, ο Αισχύλος γράφει, πως αποκάλυψε στους ανθρώπους, ανάμεσα στ’ άλλα, και το ότι η Γη κρύβει στα έγκατά της χρυσό, άργυρο, σίδηρο, χαλκό και άλλα μέταλλα.

 


3.    ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ

Κατά τον Ησίοδο αρχικά υπήρχαν πέντε ανθρώπινες περίοδοι (ή φυλές). Πρώτη ήταν η περίοδος (ή φυλή) του χρυσού κι αποτελούσε δημιούργημα των ολύμπιων θεών. Η δεύτερη, αποτελώντας κι αυτή δημιούργημα των ίδιων θεών, ήταν η περίοδος, του αργύρου. Τρίτη ήταν η περίοδος του χαλκού, που τη δημιούργησε ο Δίας. Τέταρτη η περίοδος των ηρώων, που κι αυτή ήταν δημιούργημα του Δία. Κι ακολούθησε η πέμπτη και τελευταία περίοδος, του σιδήρου, που κι αυτή τη δημιούργησε ο Δίας.

Η περίοδος του χρυσού

Για τον χαρακτηρισμό της πρώτης ανθρώπινης περιόδου χρησιμοποιείται ο χρυσός, το λαμπρότερο και πιο πολύτιμο από όλα τα μέταλλα, σύμβολο της λάμψεως και της χαράς της ζωής. Οι σύγχρονοι της θεϊκής βασιλείας του Κρόνου, οι άνθρωποι του «χρυσού αιώνα» ζούσαν με την αμεριμνησία και τη μακαριότητα των θεών. Δεν κόπιαζαν, δεν είχαν φροντίδες και δεν αισθάνονταν πόνους. Επίσης, δεν γερνούσαν και διατηρούσαν ακμαίες τις σωματικές τους δυνάμεις Απολάμβαναν τα συμπόσια, χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες από τις υπερβολές και πέθαιναν πάντα πάνω στον ύπνο τους, που στις περιπτώσεις αυτές ήταν ελαφρός και ανακουφιστικός. Όλα τ’ αγαθά ήταν στη διάθεσή τους και τρισευτυχισμένοι απολάμβαναν τ’ άφθονα προϊόντα που τους προσέφερε η γη.
Μετά την εξαφάνιση της πρώτης εκείνης φυλής – ή τη λήξη της πρώτης περιόδου του ανθρώπινου γένους – κρίθηκε σκόπιμο να δημιουργηθούν δαίμονες «καλοποιοί», «αγαθοεργοί» κι «ευεργετικοί», οι οποίοι, διατρέχοντας τη Γη σαν «άγγελοι φύλακες» και κρυμμένοι μέσα στα σύννεφα παρακολουθούσαν άγρυπνοι τους θνητούς, βραβεύοντας τις καλές πράξεις τους και κολάζοντας τις κακές.

Η περίοδος του αργύρου

Οι άνθρωποι της δεύτερης περιόδου, του «αργυρού αιώνα» ήταν κατώτεροι από του πρώτου, του «χρυσού αιώνα». Ήταν νωθροί και είχαν λιγότερη δύναμη για αυτοκυριαρχία και δραστηριότητα. Περνούσαν μακρόχρονη παιδική ηλικία, γεμάτη αφέλεια και απλοϊκότητα και όταν πλησίαζαν στο στάδιο της εφηβείας, πέθαιναν εξαιτίας της ασεβούς συμπεριφοράς τους, των αλληλοεξοντωτικών διενέξεών τους, της πλεονεξίας τους και του ωμού ατομικισμού τους. Ο Δίας τους εξαφάνισε από το πρόσωπο της Γης, γιατί ήταν μια γενιά χωρίς θρησκευτικές, ηθικές και κοινωνικές αρχές, μεταμορφώνοντάς τους σε δαίμονες κι ορίζοντας για τόπο διαμονής τους την κατασκότεινη υπόγεια περιοχή.

Η περίοδος του χαλκού

Η περίοδος του χαλκού, που ακολουθεί, δεν χαρακτηρίζεται από παρακμή της ανθρωπότητος, αλλ’ αποτελεί απαρχή της ιστορικής εξελίξεώς της, της πολιτισμικής της ανόδου. Οι Έλληνες δεν λησμονούν, ότι πριν χρησιμοποιηθεί ο σίδηρος έγινε αξιοποίηση του χαλκού, που θεωρήθηκε μέταλλο κατάλληλο για κατασκευή όπλων. Οι άνθρωποι της τρίτης περιόδου είναι δυναμικοί και ασυγκράτητα δραστήριοι, όμως τους λείπει ο συναισθηματικός κόσμος. Έχουν ψυχική στειρότητα, που εξαιτίας της προβαίνουν σε κακές πράξεις. Η καρδιά τους έχει απελπιστική σκληρότητα που θυμίζει χάλυβα. Χρησιμοποιούν το χαλκό για όλες τις ανάγκες τους. Οι κατοικίες και τα όπλα τους ήταν όλα χάλκινα, γιατί ο σίδηρος τους ήταν άγνωστος.

Η περίοδος των ηρώων

Έπειτα έχουμε την τέταρτη περίοδο, με τη γενιά των «ηρώων» που ήταν τολμηροί πρωτοπόροι κι άκαμπτοι αγωνιστές και που πολλοί τους έπεσαν στις Θήβες και στην Τροία. Το στοιχείο αυτό, που παρεμβάλλεται στον «μύθο των αιώνων», δεν εναρμονίζεται με την ιδέα της σταδιακής πορείας του ανθρώπινου γένους. Όμως πρέπει να έχουμε υπόψη, ότι δεν είναι λίγοι οι σύγχρονοι του Ησιόδου, που επιθυμούσαν να εντάξουν στον κύκλο των προγόνων τους τους ήρωες των Θηβών και της Τροίας. Έτσι κι ο Ησίοδος δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση και τοποθέτησε πριν από τον τελευταίο αιώνα την περίοδο των ηρώων,

Η περίοδος του σιδήρου

Έπειτα η ανθρωπότητα μπαίνει στον αιώνα του σιδήρου, που τη θλιβερή του όψη περιγράφει με βαθιά απογοήτευση ο ποιητής του «Έργα και Ημέραι». Η περιγραφή του περιλαμβάνει άμεσες εντυπώσεις, γιατί ο Ησίοδος ζει στην εποχή του σιδήρου κι αντλεί από την ίδια την πείρα του, προβάλλοντας προσωπικές αντιδράσεις.


4.    ΣΥΜΒΟΛΑ ΜΕΤΑΛΛΑ  

Μέταλλα και θεότητες

Μόλις η «μεγάλη μητέρα» Ρέα «(ή Γαία) γέννησε τον Δία, τον μετέφερε βιαστικά στην Κρήτη, για να τον σώσει από την εξοντωτική μανία, που κατείχε τον άντρα της Κρόνο για τα παιδιά του. Εκεί παρέλαβε το νεογέννητο η Αδράστεια, το τοποθέτησε σε μια χρυσή κούνια και του πρόσφερε για παιχνίδι μια σφαίρα, που ήταν καμωμένη από χρυσά στεφάνια. Όταν την πετούσε ψηλά, διέγραφε στην πτώση της μια θαυμάσια τροχιά, όμοια με κείνη που διαγράφουν οι διάττοντες αστέρες.
Ανάμεσα στα μέτρα, που πάρθηκαν τότε για τη φύλαξη του νεογέννητου θεού, ήταν και τούτο: Οι Κουρήτες, που ανήκαν στη λατρεία της κρητικής Ρέας, χόρευαν, σαν νεαροί πολεμιστές, τον Πυρρίχιο και ύψωναν πάνω από τη γίδα Αμάλθεια, όταν θήλαζε το βρέφος, τις χάλκινες ασπίδες τους, χτυπώντας τες μεταξύ τους ή με τα χάλκινα ξίφη τους, για να πνίγονται από τους κρότους τους οι κραυγές του νεογέννητου θεού και να μη τις ακούει ο Κρόνος.
Ο Δίας, όταν η ερωμένη του Σεμέλη απανθρακώθηκε από τον κεραυνό, που προκλήθηκεν εξαιτίας της ξαφνικής παρουσίας του μπροστά της, κάλεσε τον Διόνυσο κι έβγαλε από τη μήτρα της το έμβρυο και το έκρυψε στο πατρικό σώμα – στο μηρό κατά τον Απολλόδωρο (3.4.2) – για να ολοκληρωθεί η κύησή του. Το άνοιγμα εκείνο του σώματός του ο Δίας το έραψε με χρυσές βελόνες.
Όταν το μαντείο των Δελφών αποφάνθηκε, ότι ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος θα δολοφονούνταν από τον εγγονό του, εκείνος κατασκεύασε αμέσως ένα υπόγειο διαμέρισμα από χαλκό κι έκλεισε σ’ αυτό την ανύπαντρη μοναχοκόρη του Δανάη με την παραμάνα της. Ο Δίας, ερωτευμένος παράφορα με τη Δανάη, αποφάσισε να έλθει σ’ επαφή μαζί της μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή, που πέφτοντας ορμητικά, διαπέρασε τη χάλκινη στέγη του κρυψώνα της. Μόλις ο αρχιθεός έφτασε μ’ αυτόν τον τρόπο στη φυλακή της Δανάης, πήρε τη θεϊκή μορφή του και ήρθε σ’ ερωτική επαφή μαζί της, με συνέπεια να γεννηθεί ένας από τους πιο ονομαστούς μυθικούς ήρωες, ο Περσέας, που φόνευσε, τυχαία κι από άγνοια, τον παππού του Ακρίσιο.
Κατά μια ροδιακή παράδοση, ο Δίας, όταν από το κεφάλι του έβγαινε η Αθηνά, έριξε από τον ουρανό άφθονη χρυσή βροχή, που έκανε γόνιμα τα χωράφια της Ρόδου.
Επίσης, υπάρχουν μύθοι και για μεταλλευτικούς φύλακες, που έκανε ο Δίας, για να προφυλάξει την Ευρώπη, μετά την αρπαγή της απ’ αυτόν και την άφιξή της στην Κρήτη. Κι όταν νυμφεύθηκε την Ευρώπη, όρισε για φύλακά της έναν τεράστιο χάλκινο σκύλο. Στην Κρήτη μιλούσαν και για ένα χρυσό σκύλο, καθώς και για ένα χάλκινο γίγαντα, που πετροβολούσε  με μεγάλα λιθάρια κάθε ξένο. Για τον γίγαντα αυτόν, που ονομαζόταν Τάλως και που ήταν έργο του Ηφαίστου, υπάρχει και η μυθική εκδοχή, ότι είχε μόνο ένα τρωτό σημείο, μια φλέβα του, που έφθανε από το σβέρκο του ως τον αστράγαλο και ήταν κλεισμένη με χάλκινη βελόνα.

ermisΟ Ερμής είχε μια ξακουστή μεταλλική ράβδο, «τυλιγμένη με φίδια», την οποία χρησιμοποιούσε όταν, σαν αγγελιοφόρος των θεών, αναλάμβανε να εκτελέσει κάποια εντολή τους. Ο ίδιος θεός για την εκτέλεση των μαντικών του καθηκόντων χρησιμοποιούσε χάλκινη λεκάνη – γεμάτη χαλίκια – και τοποθετημένη πάνω σε μεταλλικό μαντικό τρίποδα – η οποία αναταραζόταν και πηδούσε, κάθε φορά που ο θεός, επρόκειτο να μιλήσει. Κατά τον Παυσανία, στις Φαρές της Αχαΐας, υπήρχεν ένα άγαλμα του Ερμή και μπροστά του μια εστία με χάλκινους λύχνους γύρω της, όπου οι πιστοί, ζητώντας τη συμβουλή του, έβαζαν λάδι, για να τους ανάψουν, κι έπειτα έριχναν ένα χάλκινο νόμισμα στο βωμό, που βρισκόταν δεξιά από το άγαλμα.
Με μια σμίλη από λαμπρό σίδηρο ο Ερμής έφτιαξε την πρώτη λύρα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν τον σκοπό το όστρακο μιας χελώνας και επτά χορδές από έντερο προβάτου. Την υποβλητικά αρμονική αυτή λύρα ο Ερμής τη χάρισε στον αδελφό του Απόλλωνα ο οποίος, ευγνωμονώντας τον, του πρόσφερε τη χρυσή ράβδο «της αφθονίας και της ευτυχίας» που ήταν διακοσμημένη με τρία χρυσά φύλλα και που μετέβαλλε σε χρυσό ό,τι άγγιζε μ’ αυτήν ο θεός. Ακόμη με τη ράβδο αυτή ο Ερμής, σαν «ψυχοπομπός» - δηλαδή οδηγός των ψυχών στον Άδη – εξουσίαζε τα πνεύματα, έκλεινε τα μάτια των ανθρώπων, σα να τους μάγευε, και ξυπνούσε κοιμισμένους.
Επίσης, μ’ ένα κομμάτι από σίδηρο ο Ερμής ξεφλούδισε ένα κλαδάκι δάφνης, που κατόπιν το έτριψε με το χέρι του, για ν’ ανάψει φωτιά και να ψήσει σ’ αυτήν τις δαμάλες του αδελφού του Απόλλωνα, τις οποίες νεογέννητο μωρό ακόμη, είχε κλέψει, διαπράττοντας την πρώτη του κλοπή. Όταν ο Απόλλωνας, ψάχνοντας για τις δαμάλες του, έφτασε στο σπήλαιο, όπου βρισκόταν ο «αρτιγέννητος» κλέφτης, μέσα στην κούνια του, και η μητέρα του Μαία, κι άνοιξε με σιδερένιο κλειδί τρεις μυστικές κρύπτες, φάνηκαν, εκτός από τ’ άλλα αγαθά που φυλάγονταν σ’ αυτές, άφθονος χρυσός και άργυρος. Ο Ερμής έτρεφε για τα πολύτιμα αυτά μέταλλα ιδιαίτερη («θεία») αδυναμία, που ποτέ δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει. Αντίθετα, τη μεγάλωσε περισσότερο και περηφανευόταν γι’ αυτήν. Τέλος,  το κεφάλι της Μέδουσας ο Ερμής το έκοψε με το σιδερένιο δρεπάνι, που του είχε δωρίσει η Αθηνά.

Ο Άρης χρησιμοποιούσε άρμα, που το έσερναν γοργοπόδαρα άλογα (κέλητες), όπως γράφει ο Όμηρος. Ο ίδιος ποιητής χαρακτήριζε το θεό του πολέμου «χαλύβδινο» γράφοντα γι’ αυτόν πως, όταν τραυματίστηκε, οι κραυγές του έμοιαζαν σαν να τις έβγαζαν εννιά με δέκα χιλιάδες άντρες. Και όμως, οι δίδυμοι γίγαντες αδελφοί Αλωάδες. Ώτος και Εφιάλτης, δεν δίστασαν κατά την Τιτανομαχία να συλλάβουν τον Άρη και να τον κλείσουν σε χάλκινο σκεύος, όπου έμεινε δεκατρείς μήνες. Και θα το σκότωναν, αν η μητριά των διδύμων Εριβοία δεν ανέφερε το γεγονός στον Ερμή, που έκλεψε τον εγκλωβισμένο και μισοπεθαμένο από τα βασανιστήρια θεό.

Ο Διόνυσος, όταν νυμφεύθηκε την Αριάδνη, της πρόσφερε χρυσό στεφάνι, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Ήταν δώρο της Αφροδίτης, κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο. Οι φωτεινές ακτίνες, που εκπέμπονταν από το στεφάνι εκείνο, φώτιζαν τον Θησέα μέσα στο σκοτεινό και μαιανδρικό Λαβύρινθο, κατά την περιπλάνησή του σ’ αυτόν, για να βρει τον Μινώταυρο και να τον σκοτώσει. Κατόπιν ο Διόνυσος μετέφερε το ονομαστό χρυσό στεφάνι (κορώνα) της Αριάδνης) στον ουρανό, όπου το τοποθέτησε με τους άλλους αστερισμούς.

Ο Άδης είχε ένα χρυσό άρμα με χρυσά ηνία, που το χρησιμοποίησε – και μάλιστα εντυπωσιακά – μόνο μια φορά, όταν απήγαγε την Περσεφόνη, γιατί στον τερατόμορφο αυτόν θεό δεν επιτρεπόταν να εκτελεί στο διάστημα αστραπιαία και θαυμαστά ταξίδια, όπως οι άλλοι θεοί, επειδή ήταν υποχρεωμένος να μένει έγκλειστος στο σκοτεινό βασίλειό του.
Ο Ηλιακός δίσκος παραβαλλόταν με πελώριο χρυσό κύπελλο και πιστευόταν γι’ αυτόν, ότι ήταν καμωμένος από πολύτιμο χρυσό και ότι, όταν βυθιζόταν στο αχανές, περνούσε τον Ωκεανό και κατέβαινε στα βαθιά ενδιαιτήματα της ιερής Νύχτας. Το κύπελλο αυτό, κατά τον Μίμνερμο, ήταν έργο και δώρο του Ηφαίστου, καμωμένο από πολύτιμο χρυσό, και είχε φτερά. Όταν ο Ήλιος έδυε, τον δεχόταν χρυσή κλίνη, φτερωτή – έργο κι αυτή του Ηφαίστου –που κατά τον ύπνο του τον μετέφερε ταχύτατα, επάνω στα κύματα, από τη χώρα των Εσπερίδων στην γη των Αιθιόπων. Πιστευόταν ακόμη για τον Ήλιο ότι, όταν μεσουρανούσε όρθιος επάνω στο συρόμενο από τέσσερα άλογα άρμα του, ακτινοβολούσε μεγαλόπρεπα κι έριχνε τα εκτυφλωτικά φωτεινά βλέμματά του κάτω από το χρυσό κράνος του.

Ο Ποσειδών, κατά τον  Όμηρο, δεν έμενε στον Όλυμπο, αλλά στις Αιγές της Αχαΐας, στα βάθη της θαλασσινής αβύσσου, όπου υπήρχαν τ’ αστραφτερά από χρυσό αιώνια και μεγαλόπρεπα ανάκτορά ρου. Μαζί  του έμεναν ο γιός το Τρίτων και η γυναίκα του Αμφιτρίτη, που κρατούσε για σύμβολο χρυσό αδράχτι. Μόλις έφθανε στις Αιγές, ο Ποσειδών έζευε στο άρμα του τους δυο «ταχυπετείς» ίππους του, που είχαν χάλκινα πόδια και χρυσή χαίτη, φορούσε τη χρυσή πανοπλία του, έπαιρνε το θαυμάσιας τέχνης χρυσό μαστίγιό του, ανέβαινε στο δίφρο του και ορμούσε στα κύματα. Τ’ άλογα πετούσαν ταχύτατα κι ο χάλκινος άξονας του άρματος δεν βρεχόταν από τα κύματα.

Η ζηλότυπη Ήρα, για να παρεμποδίσει τη γέννηση το γιού του συζύγου της κα της Λητώς Απόλλωνα, κατακρατούσε στον Όλυμπο τη θεά των τοκετών Ειλείθυια. Όμως έτρεξαν στην ετοιμόγεννη θεά, στη Δήλο, οι άλλες θεές, για να τη βοηθήσουν, κι έστειλαν απ’ εκεί την Ίριδα να βρει την Ειλείθυια και να της τάξει ένα μεγάλο περιδέραιο με χρυσή κλωστή, πράγμα που έκανε την τελευταία να φτάσει αμέσως στη Δήλο και να ξεγεννήσει τη Λητώ.

Τον Απόλλωνα, κατά τον ποιητή Αλκαίο, ο πατέρας του Δίας νεογέννητο τον στολίζει με χρυσή μίτρα και λύρα. Κι όταν βαδίζει στη γενέτειρά του Δήλο, το νησί σκεπάζεται με χρυσά άνθη κι όλα – οι λίμνες, τα φύλλα από τις ελιές, οι στήλες που το στηρίζουν, ο ποταμός Ινωπός – χρυσίζουν.
Η Γαία αντιτάχθηκε στην επιθυμία του Απόλλωνα να ιδρύσει μαντείο στους Δελφούς γιατί το προνόμιο αυτό το είχε αρχικά η ίδια, έπειτα το παραχώρησε στην κόρη του Θέμιδα κι εκείνη στη μητέρα της Λητώς Φοίβη. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να εμποδίζει τον Απόλλωνα να δίνει χρησμούς «γεννώντας τα φαντάσματα των ονείρων, που φανέρωναν στους θνητούς, που κοιμούνταν μέσα στα σπήλαιά της, το παρελθόν και το μέλλον». Ο Απόλλων βρέθηκε έτσι σε δύσκολη θέση και παρακάλεσε τον Δία να τον βοηθήσει. Εκείνος, άκουσε την ικεσία του γιού του κι από τότε το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς έγινε περίφημο, αλλά και πραγματικό χρυσορυχείο. Γιατί οι πιστοί, που αθρόα προσέρχονταν σ’ αυτό, κατέθεταν άφθονο χρυσό. Η ιέρειά του Πυθία καθόταν σε υψηλό χρυσό ή χάλκινο τρίποδα.

Η Αθηνά στην «Οδύσσεια» (τ. 33-34) περιγράφεται να κρατάει αναμμένο χρυσό λυχνάρι κοντά στον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο. Η ίδια θεά βοήθησε τον ήρωα Περσέα να εξοντώσει τη Γοργώ, ένα μυθικό τέρας που είχε χάλκινα χέρια και χρυσά φτερά. Έτσι ο Περσέας, χάρις στις συμβουλές της Αθηνάς, απέφυγε το τρομακτικό και θανατηφόρο βλέμμα της Γοργώς, κοιτώντας, σαν σε καθρέφτη, στη λεία επιφάνεια της χάλκινης ασπίδας του. Επίσης, η Αθηνά είχε δώσει στον Ηρακλή μια δέσμη με τρίχες της Γοργώς, κλεισμένη για ασφάλεια σε χάλκινη υδρία, κι εκείνος, με τη σειρά του, την έδωσε στο γιό του Αλέου Κηφέα. Ο τελευταίος έτρεψε σε φυγή τον εχθρικό στρατό, που του είχαν δοθεί – από τις επάλξεις  των τειχών της πόλεως τρεις φορές τις τρίχες του τέρατος, χωρίς να τις βλέπει ο ίδιος.

Η Αφροδίτη, όπως αναφέρει ο ομηρικός ύμνος γι’ αυτήν, για να εντυπωσιάσει περισσότερο τον υποβλητικής ομορφιάς νεαρό βοσκό Αγχίση, φόρεσε τ’ αστραφτερά χρυσά κοσμήματά της. Και πραγματικά η εμφάνισή της άφησεν έμθαμβο τον Αγχίση. Στην Αλεξάνδρεια, στα Αδώνια – γιορτή του Άδωνη που είχεν αγαπήσει παράφορα η Αφροδίτη – όπως περιγράφει λεπτομερειακά ο Θεόκριτος στο δέκατο πέμπτο ειδύλλιό του, συγκεντρώνονταν σε αργυρά κιβώτια καρποί και σε βάζα από αλάβαστρο, διακοσμημένα με λαμπερό χρυσό, φυλάγονταν αρώματα από τη Συρία και υπήρχε άφθονος χρυσός.

Η Σελήνη, η αδελφή του Ήλιου, που λεγόταν και Μήνη, παριστάνεται από την ελληνική ποίηση σαν γυναίκα παρθένα, με αργυρωπή χαριτωμένη μορφή. Σαν Μήνη φέρνει μεγάλες φτερούγες και χρυσό στέμμα, που γεμίζει φως τον σκοτεινό αέρα. Από τα σύμβολα της Σελήνης είναι ο χρυσός και ο άργυρος.

Ο γιός του Ήλιου και της Ωκεανίδας Κλυμμένης, Φαέθων είχε χρυσά φτερά.
Η τερατόμορφη Έμπουσα, που μεταμορφωνόταν άλλοτε σε αγελάδα, άλλοτε σε μουλάρι, άλλοτε σε σκύλα κι άλλοτε σε ωραία γυναίκα, είχε ένα πόδι χάλκινο. Σαν εξουσιάστρια των Ταρτάρων («ταρταρούχος»), φορούσε χάλκινα σανδάλια. Κι όταν εμφανιζόταν σαν εύθυμη θεά, φορούσε σανδάλια χρυσά.
Οι Γοργόνες είχαν χρυσά φτερά και χάλκινα χέρια.
Οι Σειρήνες δεν υπηρετούσαν μόνο τη θεά του Άδη Περσεφόνη, αλλά και τους ανθρώπους, μεταφέροντας τους ίδιους ή τις επιθυμίες τους στον ουρανό με χρυσά φτερά. Η τρομερή φυλακή του Ταρτάρου περιβαλλόταν από χάλκινο τείχος. Ο Ησίοδος προσθέτει τη λεπτομέρεια ότι, αν ριχνόταν από τον ουρανό χάλκινο αμόνι, η πτώση του θα διαρκούσε εννιά μέρες κι εννιά νύχτες κα μόνο τη δέκατη μέρα θα έφθανε στη Γη, απ’ όπου ήθελε άλλες τόσες ημέρες και νύχτες, για να φθάσει στον Τάρταρο.
Η Κερυνίτις (από το όρος Κερύνεια) Έλαφος, που η νύμφη Ταϋγέτη είχε αφιερώσει στην Άρτεμη και που ο Ηρακλής έπιασε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα, αλλά συγκρατήθηκε από τη θεά και τον Απόλλωνα και δεν τη σκότωσε, ξεχώριζε για τα χρυσά της κέρατα και τα χάλκινα πόδια. Οι θυγατέρες του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας, Προίτιδες, προκάλεσαν το μίσος της Ήρας, γιατί είχαν κλέψει το χρυσό που στόλιζε ένα άγαλμά της και τις είχε θαμπώσει η λαμπρότητά του.


5.    ΧΡΥΣΟΘΗΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΜΑΝΙΑ

Το χρυσόμαλλο δέρμα (δέρας)

golden fleeceΣαφή συμβολισμό βρίσκουμε στο μύθο για το χρυσόμαλλο δέρμα και την Αργοναυτική εκστρατεία. Ο καθηγητής Μιχ. Στεφανίδης γράφει σχετικά. «Με την προϊστορικήν φυσιογνωμίαν της Ελλάδος σχετίζεται ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος και η Αργοναυτική εκστρατεία, αναμφιβόλως ποντοπορίαι δια την κατάκτησιν μεταλλοφόρων χωρών και ξένων αγορών. Και ο μεν κριός του Φρίξου και της Έλλης σημαίνει, πιθανότατα, το πρωτογενές θαλασσοπόρον μέσον, τον φουσκωμένον ασκόν, το δε χρυσόμαλλον δέρας του κριου αναφέρεται εις την χρυσοφόρον Κολχίδα. Προς την κατάκτησιν δε ακριβώς των χρυσείων της Κολχίδος εξεστράτευσαν, με αληθινόν τώρα πλοίον και οι χρυσοθήραι της Αργοναυτικής εκστρατείας. Τας ελληνικάς δε αυτάς επιδρομάς διαδέχθηκε το μέγα εις την αρχαιότητα ιστορικόν γεγονός του Τρωικού Πολέμου (1184 π.Χ) γνωστόν από τα Ομηρικά έπη».

Ο βασιλιάς Μίδας

Συμβολικός, επίσης, είναι ο μύθος για τον ξακουστό από τα πολλά πλούτη του βασιλιά της Φρυγίας Μίδα, που θυμίζει ένα χωρίο του Ισοκράτη στο οποίο λέει:
«Την περιφρόνηση προκαλούν όσοι δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στον πλούτο, ενώ δεν μπορούν να τον  αξιοποιήσουν σωστά. Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας παθαίνουν κάτι ανάλογο μ’ εκείνον που, χωρίς να ξέρει ιππασία, επιθυμεί ν’ αποκτήσει άλογο διαλεχτής ράτσας».  Το πνεύμα του μύθου είναι, ότι κάθε πράγμα, ακόμη και το ευτελέστερο, έχει τον ανάλογο προορισμό για τον άνθρωπο. Έτσι και του χρυσού η αξία έγκειται στη λογική και ταιριαστή στο μέταλλό  του χρήση.


6.    ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ

Ιδιαίτερη σημασία έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη διακοσμητική χρήση των μετάλλων, πράγμα που φαίνεται κι από το ότι ο Ήφαιστος στόλισε με πρωτότυπους μεταλλικούς συνδυασμούς το εσωτερικό των θεϊκών ανακτόρων, ενισχύοντας τους τοίχους τους με χρυσοποίκιλτες πλάκες από χαλκό.
Ο Όμηρος, περιγράφοντας το παλάτι του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου, λέει πως  ήταν τόσο όμορφα στολισμένο με μέταλλα, που ο Οδυσσέας, μπαίνοντας σ’ αυτό σάστισε από την ομορφιά του. Είχε χάλκινους τοίχους, που ζώνονταν με στεφάνια από λαζουρίτη (αζουρίτη ή αζούρι) χαλκωτά κατώφλια, ολάργυρα ανώφλια, χρυσές θύρες, με παραστάτες αργυρούς και χρυσές κρικέλλες, και στην εξώπορτα τη φύλαγαν δυο αργυρόχρυσοι σκύλοι, καμωμένοι από τον Ήφαιστο.


7.    ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΟΠΛΑ – ΜΑΧΕΣ

Κατά μια μυθολογική εκδοχή, με χαλύβδινο δρεπάνι καταδίωξε ο Δίας τον Τιφωέα, το τέρας που ήταν μισό άνθρωπος και μισό ζώο και που είχε μεγαλύτερη δύναμη και σωματική διάπλαση απ’ όλα τα τέκνα της Γαίας μαζί. Με πρωτοφανή μανία έριχνε φλογισμένους λίθους στον ουρανό κι ο Δίας, κραδαίνοντας το χαλύβδινο δρεπάνι, του κατάφερε απανωτά τρομακτικά κτυπήματα και τον ανάγκασε να καταφύγει στο όρος Κάσιο.
Κατά την Τιτανομαχία ο γίγας Αλκμονέας (Αλκμονεύς) φονεύθηκε μ’ ένα τεράστιο σιδερένιο βέλος του Ηρακλή, έξω από τα σύνορα της Παλλήνης. Ο ίδιος ήρωας κατά τη Γιγαντομαχία, με τη βοήθεια και  των  κεραυνών του Δία, σκότωσε με το ίδιος βέλος του τον γίγαντα Πορφυρίωνα.
Ο Απόλλων, ρίχνοντας σιδερένιο βέλος, έβγαλε το δεξιό μάτι του Εφιάλτη – ένας από τους Αλωάδες – που αποπειράθηκαν να βάλουν το όρος Πήλιο επάνω στην Όσσα (Κίσσαβο) – κι ο Ηρακλής το αριστερό, με δικό του τεράστιο σιδερένιο βέλος κι αυτός. Και τα δυο βέλη ήταν ειδικής χρήσεως.
Με χάλκινα ρόπαλα πήραν μέρος στην Τιτανομαχία οι μοίρες Άτροπος και Λάχεση, στο πλευρό του «μοιραγέτου» Δία και σύμφωνα με μια εκδοχή σκότωσαν δυο από τα τέρατα – τον Θόαντα και τον Άγριο – που μάχονταν επίσης, με χάλκινα ρόπαλα.
Ο ποιητός Αλκαίος στον ύμνο του για τον θεό του πολέμου Άρη γράφει πως το δώμα του λαμποκοπούσε από το χάλκωμα, πως η σκεπή του ήταν στολισμένη με περικεφαλαίες λαμπρές και πως μέσα του φυλάγονταν πολεμικά σιδεροπουκάμισα και χάλκινα σπαθιά. Εξάλλου το χάλκινο ξίφος στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν ένα από τα σύμβολα του Άρη (ενώ στη Ρώμη το χάλκινο δόρυ προσωποποιούσε γι’ αρκετό χρονικό διάστημα τον ίδιο θεό του πολέμου Άρη – Mars). Οπλισμένος με το τεράστιο χάλκινο δόρυ του, που διατρυπά τις ασπίδες, ο Άρης, περιβάλλεται ολόκληρος από χαλκό. Όταν βαδίζει, γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των πολεμιστών, ακόμα κι αυτών που πολεμούν επάνω σε χάλκινα άρματα («βρισάρματος») και η χάλκινη πανοπλία του εκτοξεύει φλόγες.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Ησιόδου στο «Ασπίς Ηρακλέους» ο Ηρακλής συνάντησε τον Κύκνο και τον πατέρα του Άρη στο ιερό του Παγασαίου Απόλλωνα, που φωτίσθηκε από τη λάμψη των χάλκινων όπλων τους.
Κατά τον Όμηρο («Ιλιάς») η Αθηνά, επεμβαίνοντας στις μάχες, λέει στο Διομήδη: «Αν εμφανισθεί στη μάχη, η Αφροδίτη, χτύπα την με το χάλκινο δόρυ σου!». Και πραγματικά ο Διομήδης με τον «αιχμηρόν χαλκόν» πληγώνει το λεπτό χέρι της Αφροδίτης».


8.    ΕΠΙΘΕΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΑ

Εδώ μπορεί να λεχθεί γενικά, πως οι μυθολογικοί χαρακτηρισμοί, ή τα επίθετα, όταν συγκεντρώνονται, κατατάσσονται και μελετούνται, μπορούν συχνά να χρησιμοποιηθούν, σαν διαφωτιστικά σχόλια, σε πολλά ονόματα θεών. Έτσι:
Ο Απόλλων αποκαλούνταν «χρυσοκόμης» (χρυσομάλλης) και «αργυρότοξος». Αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι σε μακρινή εποχή λατρευόταν σαν θεός του φωτός, δηλαδή του ήλιου (θεός Φοίβος). Ένας σύγχρονος ποιητής τον στολίζει με το επίθετο «χρυσόφθαλμος».
Τον χαρακτηρισμό «χρυσοκόμης» φέρνει και ο γιός του Άτλαντα κι αδελφός των Εσπερίδων (των χρυσών νεφών της δύσεως) Έσπερος, ο λαμπρότερος από τους διάτονες αστέρες. Είναι ο ωραίος «Δαίμων», με τη χρυσή κόμη που υμνούν τα επιθαλάμια (γαμήλια τραγούδια) γιατί όταν έλθει η νύκτα οδηγεί τη γαμήλια πομπή και φέρνει τη νύφη στην αγκαλιά του γαμπρού.
Σε αρχαιότερα κείμενα η Άρτεμη είναι «χρυσηλάκατος» (έχει χρυσή ρόκα = ηλακάτη) και «χρυσήνιος» (έχει χρυσά λουριά στα πέδιλα, ή χαλινάρια). Στην «Οδύσσεια» ένας στίχος (δ. 112) λέει γι’ αυτήν, κατά μετάφραση Αργ. Εφταλιώτη: «προβάλλει σαν την Άρτεμη τη χρυσοσαγιτούσα». Σύγχρονος ποιητής την αποκαλεί «αργυρομάτα».
Ο Ερμής ήταν «χρυσόρραπις» (είχε χρυσό ραβδί). Η Ήρα αποκαλούνταν «χρυσόθρονος» γιατί στα θεϊκά συμβούλια και στα συμπόσια καθόταν σε χρυσό θρόνο, δίπλα στο σύζυγό της Δία. Είχε, όμως, θρόνο και σ’ άλλες βουνοκορφές.
Αλλά «χρυσόθρονος» χαρακτηριζόταν και η Άρτεμη, σαν αδελφή του Ήλιου Ηώ (αυγή). Και τούτο γιατί προπορεύεται από τον Ήλιο κι έπεται από τη χαραυγή και οι ρόδινες λάμψεις της περιβάλλουν για λίγο τη Γη, σαν απέραντες χρυσίζουσες φλόγες.
Οι αρχαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούν το επίθετο «χρυσή», για να τονίσουν την ανεκτίμητη αξία της Ουράνιας θεάς του Έρωτα Αφροδίτης, όπως σήμερα λέμε «χρυσός άνθρωπος», «χρυσή καρδιά» κλπ.
Όταν η Αφροδίτη αναδύθηκε από τη θάλασσα της Κύπρου, πάνω στον αφρό, που προκλήθηκε από την πτώση των αποκομμένων από τον Κρόνο γεννητικών οργάνων του Ουρανού και πρωτοπαρουσιάστηκε στον κόσμο αρτιγέννητη, όμως ώριμη και ωραιότατη, οι Ώρες την υποδέχθηκαν με χαρά και της φόρεσαν στο κεφάλι της στέμμα από αστραφτερό χρυσό, δουλεμένο θαυμάσια. Στ’ αφτιά της πέρασαν, για σκουλαρίκια, άνθη από χρυσό και χαλκό και στόλισαν τον εξαίρετο λαιμό της και το αρμονικό στήθος της με χρυσά περιδέραια.
Η Σαπφώ (απόσπασμα 3) χρησιμοποιεί για τη Σελήνη το επίθετο «αργυρέα».
Ο Άρης θεωρούνταν «χάλκεος», δηλαδή τυλιγμένος ολόκληρος με χαλκό.
Στη μυθολογία γίνεται λόγος και για μια ωραία τετράδα από Εσπερίδες που μια τους ήταν η «Χρυσόθεμις».
Από τον λαιμό της Μέδουσας βγήκαν ο ήρωας «Χρυσάωρ» (με χρυσό ξίφος). Επίσης με τον ίδιο τρόπο βγήκε και το περίφημο φτερωτό άλογο Πήγασσος.
Ο Θάνατος και ο Ύπνος – δίδυμα παιδιά της Νύχτας και θεοί σκοτεινοί – είχαν, ο πρώτος σιδερένια ψυχή και χάλκινη κι ανήλεη καρδιά – γι’ αυτό και δεν άφηνε ποτέ τον θνητό που έπιανε – ενώ του δεύτερου η καρδιά ήταν χρυσή και περιφερόταν στη Γη ήσυχος και γεμάτος καλοσύνη για τους θνητούς. Οι δυο αδελφοί απεικονίζονταν επάνω στην περίφημη λάρνακα του Κύψελου όπου η Νύχτα (Νυξ) με μορφή γυναίκας, κρατούσε στο δεξί της χέρι λευκό παιδί να κοιμάται και στο αριστερό άλλο παιδί μαύρο. Το λευκό, που είναι το χρώμα του πτώματος, ήταν ο θάνατος, το μαύρο ήταν ο Ύπνος.
Για την Ευρύβια, του κύκλου των δυναμικών θεαινών, που ήταν κόρη του Πόντου και της Γαίας, πιστευόταν ότι είχε καρδιά σκληρή σαν το χάλυβα («καρδιά από ατσάλι») και ότι ξεσπούσε σε βιαιότατες εκρήξεις. Αυτό σημαίνει και τ’ όνομά της.


9.    ΓΙΟΡΤΕΣ ΗΡΑΣ, ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΣ

Κατά τις περίφημες γιορτές, που γίνονταν στο Άργος προς τιμή της Ήρας, οργανώνονταν και αγώνες, από τους οποίους ονομαστότερος παρέμεινε ο «δρόμος με τις χάλκινες ασπίδες». Επρόκειτο γι’ ασπίδες κατασκευασμένες με ιδιαίτερη τέχνη και στερεότατες. Οι αγωνιστές έτρεχαν έφιπποι και με μεγάλη ταχύτητα κι έμπηγαν το ειδικά σφυρηλατημένο χάλκινο δόρυ τους σε μια τέτοια ασπίδα, κρεμασμένη σε χάλκινο ακόντιο, που ήταν σφηνωμένο στο έδαφος. Στους νικητές απονέμονταν για έπαθλα μια χάλκινη ασπίδα και στεφάνι από μυρτιά.
Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά ήταν αφιερωμένες οι γιορτές «Χαλκεία» όπου ο Ήφαιστος τιμούνταν σαν ο πρώτος κι απαράμιλλος χαλκουργός, ενώ η Αθηνά σαν εφευρέτρια του μεταλλικού αλετριού. Ο ιερέας της Αθηνάς απάγγελλε, ανάμεσα στ’ άλλα και τη φράση: «Δε θα σκοτώσεις ποτέ τον ταύρο που σέρνει το αλέτρι».
Στη γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, οι δυο νεάνιδες («αρρηφόροι») που παραστέκονταν στην ιέρεια της Αθηνάς κατά την αφιέρωση στη θεά του μεγαλοπρεπέστατου πέπλου, φορούσαν άσπρες και χρυσοποίκιλτες εσθήτες. Στην πομπή προηγούνταν οι «κανηφόροι» παρθένες, μεταφέροντας σε βαθιούς,  χρυσούς ή αργυρούς, δίσκους τα καθιερωμένα για τη θυσία: ταινίες για το στόλισμα των σφαγίων, σπόρους που θα ρίχνονταν στη φλόγα του βωμού και το μεταλλικό μαχαίρι της σφαγής. Άλλες νεάνιδες πάλι βαστούσαν θρόνους με πολύτιμους λίθους κι όλα τα πολύτιμα σκεύη από τον θησαυρό της Αθηνάς.


10.     ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΓΛΥΠΤΑ

Κατά τον Παυσανία (Γ.17.6) ο Κλέαρχος ο Ρηγίνος κατασκεύασε για τους Σπαρτιάτες χάλκινο άγαλμα του Ύπατου Δία που, όπως φαίνεται, είναι το αρχαιότερο στο είδος του. Κι επειδή ο τρόπος της χύσεως του χαλκού δεν είχεν ακόμη επινοηθεί, το έργο ήταν φτιαγμένο με χάλκινα φύλλα, σφυρηλατημένα, κυρτωμένα και σχεδιασμένα με σφύρα, που τελικά συναρμολογήθηκαν.
Μετά από λίγα χρόνια ο κατασκευαστής χάλκινων γλυπτών, ονομαστός καλλιτέχνης του Άργους, Αγελάδας φιλοτέχνησε προτομές του Δία, σε παιδική ηλικία, για τους Αιγινήτες και τους Μεσσήνιους της Ιθώμης, γιατί και οι δυο λαοί πίστευαν, πως στον τόπο τους είχε γεννηθεί ο αρχηγός των θεών.

diasΙδανικό σε τελειότητα ήταν το γλυπτό του Φειδία, που παρίστανε τον Δία, καθισμένο σε θρόνο, στον φερώνυμό του ναό στην Ολυμπία. Ο θεός καθιστός είχε ύψος 60 πόδια. Η ξερή, αλλά σωστή, περιγραφή του Παυσανία (ολόκληρο το ΙΑ κεφ) μας δίνει πλήρη εικόνα για το γλυπτό, που συγκαταλέγεται στα «επτά θαύματα του κόσμου». Όποιος είχε την τύχη ν’ αντικρίσει το έργο, έμενεν έκθαμβος. Σ’ ένα επίγραμμά του ο Φίλιππος ο Θεσσαλονικεύς γράφει: «Η θεός ήλθ’ επί γην εξ ουρανού εικόνα δείξων, Φειδία, η σύ γ’έβης τον θεόν οψόμενος». Ο Δίων ο Χρυσόστομος το αποκάλεσε «το ωραιότερον άγαλμα του κόσμου» προσθέτοντας: «Κι ο πιο απελπισμένος άνθρωπος, που σκληρές δοκιμασίες τον ανάγκασαν ν’ αδειάσει το ποτήρι της δυστυχίας και της λύπης στη ζωή κι ο γλυκός ύπνος δεν τον επισκέπτεται πια, αν έβλεπε το αριστούργημα τούτο, θα λησμονούσε όλα τα δεινά που υπέφερε».
Οι παραστάσεις στο έργο ήταν φιλοτεχνημένες με πολύτιμους λίθους, χρυσό, ορείχαλκο, έβενο κι ελεφαντόδοντο (φίλντισι). Στο δεξί του χέρι ο θεός κρατούσε μικρό άγαλμα της Νίκης, από χρυσό και φίλντισι και στ’ αριστερό σκήπτρο με πολύτιμους λίθους. Στα πόδια του, που στηρίζονταν σε «υποπόδιο» με δυο χρυσά λιοντάρια, φορούσε χρυσά σανδάλια. Χρυσός ήταν κι ο μανδύας του, στολισμένος με παραστάσεις από ζώα και λουλούδια. Ο Στράβων (Θ. β,6) γράφει, ότι ο Φειδίας είχε για πρότυπό του τον Δία που περιγράφει ο Όμηρος.


Στο περίφημο ιερό του Άμμωνα Δία, στη Λιβυκή έρημο, σε μιαν όαση, υπήρχε και χάλκινο άγαλμα, που ορισμένες μέρες του χρόνου τοποθετούνταν σε χρυσό φορείο που περιφερόταν από τους ιερείς ανάμεσα στους πιστούς. Όπως γράφει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, το ιερό αυτό το επισκέφθηκε κι ο Μ. Αλέξανδρος κατά την κατακτητική του πορεία  κι ανακηρύχθηκε από τους ιερείς του, με τη συγκατάθεση και του Ύπατου Θεού, γιός του Άμμωνα Δία.


Όταν το 506 π.Χ. οι Αθηναίοι νίκησαν τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδιώτες, σε ανάμνηση του θριάμβου τους, έστησαν το ξακουστό για το μεγαλείο και τη δημοτικότητά του μνημείο της νίκης, με τα λύτρα που πήραν για τους αιχμάλωτους. Το μνημείο ήταν χάλκινο άρμα με τέσσερα άλογα.
Σε όλη την περίοδο της Ιωνικής γλυπτικής ελάχιστα χάλκινα έργα είχαν κατασκευασθεί στην Αθήνα. Από τα τέλη του 6ου αιώνα όμως, οι συνθήκες των τυράννων παραμερίζονταν και η κατασκευή μνημείων από χαλκό άρχισε να γνωρίζει πλατιά διάδοση. Η αθηναϊκή τέχνη, που ως τότε δεχόταν ξένες επιδράσεις, χωρίς βέβαια ν’ αλλοιώνεται το πρωτότυπο δικό της πνεύμα, εμφάνισε σημεία επιδράσεως από τις Δωρικές σχολές του Άργους και της Σικυώνας, που είχαν αναπτύξει σε μέγιστο βαθμό την κατεργασία του χαλκού. Τότε ο Αντήνωρ (γλύπτης της Ιωνικής σχολής) κατόρθωσε, με την αυστηρή και σταθερή του τεχνοτροπία, την προσηλωμένη περισσότερο στην Πελοποννησιακή σχολή, ν’ ανοίξει νέο δρόμο στην Αθηναϊκή σχολή με το χάλκινό του σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων. Η δωρική καλλιτεχνική αντίληψη, όμως, κατακτούσε όλο και περισσότερο έδαφος στην Αθήνα. Και οι μεγάλοι δάσκαλοι της Βορειοπελοποννησιακής σχολής επωφελήθηκαν από τις κατάλληλες συνθήκες, για να εκθέσουν έργα τους στην Ακρόπολη. Το είδος της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας φαίνεται από μια χάλκινη κεφαλή πολεμιστή, αιγινίτικης κατασκευής που, αν και δεν διασώθηκε ολόκληρη - της λείπει η περικεφαλαία και τα μάτια της είναι σχεδόν κατεστραμμένα – τα εκφραστικά και καθαρά χαρακτηριστικά του προσώπου ξεχωρίζουν για τη λεπτή επεξεργασία τους.

Στην περίοδο της πολιτικής ανόδου του Περικλή εμφανίζεται ο Φειδίας που, σύμφωνα με διατύπωση ειδικού, οι προσπάθειές του: «Στρέφονται διαρκώς από τον όγκο και τη μεγαλοπρέπεια προς την πραγματική σωματική και ψυχική ζωή… Οι θεοί του Ομήρου, ασύγκριτα ανώτεροι από τους ανθρώπους, παρά την ψυχική τους συγγένεια και οικειότητα, παρουσιάζονται γεμάτοι ζωηράδα και ενεργητικότητα στους ανδριάντες του Φειδία».
athinaΤο περιφημότερο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, που φιλοτέχνησε ο Φειδίας, ήταν της Αθηνάς Παρθένου. Ψηλό 14 περίπου μέτρα και στολισμένο με άφθονο χρυσό κι ελεφαντόδοντο, είχε στηθεί στην Ακρόπολη, ανάμεσα στα Προπύλαια και τον Παρθενώνα. Το αριστερό χέρι της θεάς στηριζόταν σε στρογγυλή ασπίδα, με παραστάσεις και στις δυο πλευρές της, και στον αριστερό ώμο της το δόρυ. Η ολόχρυση περικεφαλαία της άστραφτε εντυπωσιακά και ήταν διακοσμημένη με πολλά γλυπτά. Ο στολισμός του κεφαλιού συμπληρωνόταν από αμύθητης αξίας σκουλαρίκια και περιδέραιο.
Η θεά παριστανόταν σαν να έβγαινε από το προορισμένο γι’ αυτήν τμήμα του ναού, για να δεχθεί τις τιμές των πιστών της. Το ένα δέκατο από τ’  άφθονα και πολύτιμα μετάλλινα περσικά λάφυρα από τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ) είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του αγάλματος αυτού της Αθηνάς. Το μεγαλύτερο μέρος από τον χρυσό του θησαυρού της θεάς είχε διατεθεί στα ρούχα και στον οπλισμό του. Αποτελούνταν από ειδικά κατασκευασμένες μικρές χρυσές πλάκες, που ο θησαυροφύλακας μπορούσε να τις αφαιρεί και να τις μετρά.
Ο αφάνταστος πλούτος της Αθηνάς, σε μικρά από πολύτιμα μέταλλα, καλλιτεχνήματα, φυλαγόταν αποθηκευμένος στον κιγκλιδόφρακτο πρόναο και στις στοές του Εκατόμπεδου, όπου μόνο από το δυτικό μέρος υπήρχε είσοδος.  Ο Φειδίας χρησιμοποίησε για το χιτώνα της θεάς 44 τάλαντα (1.144 κιλά περίπου) χρυσό.
Ένα μέρος από τον χρυσό, που παραχωρήθηκε για το έργο, εξαφανίσθηκε από το εργαστήρι του καλλιτέχνη και ο Φειδίας κατηγορήθηκε για κλοπή και καταδικάσθηκε. Μεσολάβησε, όμως, ο λαός της Ολυμπίας και τον γλύτωσε, με τον όρο να πάει εκεί, για να φιλοτεχνήσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ολύμπιου Δία, όπως κι έγινε.
Ιδιαίτερη εντύπωση προξενούσαν τα 16 ολόχρυσα αγαλματάκια της Αθηνάς – Νίκης, που ήταν αφιερώματα των 10 φυλών της Αττικής, για να χρησιμοποιηθούν σαν αποθεματικό κεφάλαιο, σε περίπτωση που η θεά ή το κράτος θ’ αντιμετώπιζαν έκτακτες ανάγκες.
Επίσης, ο Φειδίας φιλοτέχνησε και το κολοσσαίο χάλκινο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς, ύψους 16 μ. τοποθετημένο στο ύπαιθρο, ΒΔ από τον Παρθενώνα. Ήταν το υψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα αγάλματα της Ακροπόλεως. Το έργο δέσποζε στην πόλη των Αθηνών, δείχνοντας τη θέα να προστατεύει όλη την Αττική. Οι ναυτικοί, παρακάμπτοντας το ακρωτήριο του Σουνίου, έβλεπαν την αιχμή του ακοντίου της θεάς και το λοφίο του χρυσού κράνους της ν’ αστράφτουν στο φως της ημέρας, προπάντων όταν είχε ήλιο.

Ο Φειδίας κατασκεύασε κι έστησε στην Ακρόπολη άγαλμα του Παρνοπίου (απομάκρυνε τις ακρίδες) Απόλλωνα. Περίφημος θεωρείται ο Απόλλων των Αμυκλών. Αποτελούνταν από έναν απλό κολεό (θηκάρι) χάλκινο, όπου είχαν προσαρμόσει ένα κεφάλι με κράνος, πόδια και χέρια, στα οποία κρατούσε τόξο στο ένα και δόρυ στο άλλο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν πολλά αρχαία χάλκινα αγαλματάκια του Απόλλωνα, που βρίσκονται στο Λούβρο. Χαρακτηριστική έκφραση έχει ένα χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, που φυλάγεται στο Βρετανικό Μουσείο. Το συγκρίνουν με τις απεικονίσεις του θεού σε πολλά νομίσματα της Μιλήτου και θεωρείται έργο του Κανάχου, Σικυώνιου χαλκοπλάστη και μαθητή του Πολυκλείτου.

Η Λαφρία Άρτεμη, έργο των γλυπτών Σοΐδα και Μέναιχμου, στο λόφο της Καλυδώνας – αρχαίας πόλεως της Αιτωλίας – ήταν κατασκευασμένη από χρυσό και ελεφαντόδοντο.
Στην εποχή του Φειδία μεταξύ των αρχαιοτέρων αγαλμάτων λογαριαζόταν και η Άρτεμη του Γιτιάδα, τοποθετημένη σε χάλκινο τρίποδα στο ναό των Αμυκλών.
Το άγαλμα της Άρτεμης Ευρυνόμης – έργο του Ικτίνου στην αρχαία αρκαδική πόλη Φιγάλεια, όπου ο ονομαστός ναός του Επικούρειου Απόλλωνα – ήταν δεμένο με χρυσές αλυσίδες. Χάλκινο ήταν και το πρότυπο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου. Σε χρυσά μυκηναϊκά ελάσματα, που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, η Αφροδίτη εικονίζεται πλαισιωμένη από περιστέρια. Στην Ήλιδα υπήρχε χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αφροδίτης, έργο του Φειδία. Χάλκινο ήταν το άγαλμα του Έρωτα, που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος. Μερικές προτομές του Ήλιου από ορείχαλκο είναι πολύ εκφραστικές.

Υπάρχουν χάλκινα καλλιτεχνικά έργα, που παριστάνουν τον Άρη και είναι απομιμήσεις του μεγάλη γλύπτη του 4ου π.Χ. αι. Λυσσίπου. Σ’ αυτά ο θεός του πολέμου εικονίζεται πότε στηριγμένος πάνω στο δόρυ του και πότε με τα χέρια στη λαβή του ξίφους του, ανασύροντάς το ή βάζοντάς το στη θήκη του.
Το αρχαιότερο από τ’ αγάλματα του Ποσειδώνα, που σώθηκαν, είναι χάλκινο και χρονολογείται από τις αρχές του 5ου π.Χ. αι. είναι μικρότερο από φυσικό και πήρε τ’ όνομα της τοποθεσίας όπου βρέθηκε, «Ποσειδών της Λιβαδόστρας» (κοντά στο λιμανάκι του Αγίου Βασιλείου, στον ανατολικό μυχό του Κορινθιακού).
Κι ο Λύσιππος φιλοτέχνησε χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, που βρίσκεται στην Κόρινθο. Ο θεός της θάλασσας παριστάνεται σ’ αυτό όρθιος να πατάει με το ένα πόδι του σε βράχο ή δελφίνι. Από τότε η στάση αυτή συνηθίζεται πολύ από τους καλλιτέχνες.
Η θαλασσινή θεότητα και γυναίκα του Ποσειδώνα Αμφιτρίτη είχε τιμηθεί στην Τήνο με χάλκινο άγαλμα 9 μέτρα ψηλό.
Ο Αλκαμένης φιλοτέχνησε χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διονύσου, όπου ο θεός του κρασιού παριστάνεται να φοράει ελαφρό παλτό (επενδύτη).

Χάλκινο άγαλμα του Διονύσου φιλοτέχνησε κι ο Λύσιππος, αλλά μονάχα υποθέσεις εκφράζονται γι’ αυτό. Κατά τον Παυσανία ο Διόνυσος εικονιζόταν ξαπλωμένος στη λάρνακα του Κυψέλου, με μακρύ χιτώνα και με χρυσό κύπελλο στα χέρια. Από τα σημαντικότερα αγάλματα του Διονύσου, που διασώθηκαν και που τον παριστάνουν γυμνό, είναι τα δύο χάλκινα της Βιέννης. Η πρώτη  - πρώτη («ζωώδης») φύση του Πάνα εκφράζεται σ’ ένα μικρό χάλκινο άγαλμα, που βρέθηκε το 1816 στην Πελοπόννησο. Ο ποιμενικός θεός σ’ αυτό έχει σώμα τράγου, ενώ το κεφάλι του θυμίζει γουρούνι.

Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος φιλοδόξησε, μαζί με τ’ άλλα¸ ν’ αναμορφώσει την πρωτεύουσά του σε πόλη άφταστου μεγαλείου, διέταξε να μεταφερθούν γρήγορα από τις επαρχίες τα πιο αξιόλογα μνημεία Τέχνης. Ανάμεσα σ’ εκείνα που συγκεντρώθηκαν, υπήρχε κι ένα χάλκινο άγαλμα της Ήρας – δεν είναι γνωστό το όνομα του δημιουργού του – τόσο μεγάλο, που οι Σταυροφόροι, όταν κατέλαβαν το Βυζάντιο, για να το μεταφέρουν στο παλάτι του Βουκολέοντα, χρησιμοποίησαν, για το κεφάλι του μόνο, ένα αμάξι, που το έσερναν τέσσερα ζευγάρια βόδια.  


11.    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑ

tetradrachmΚύριο μέταλλο, από το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες έκοβαν νομίσματα, ήταν ο άργυρος που άφθονος βρισκόταν στο Λαύριο και σε άλλα μεταλλεία.
Πρώτη η Αίγινα στην Ελλάδα κυκλοφόρησε, στις αρχές του 7ου π.Χ. αι. για νομίσματα, αργυρένια τεμάχια, για τα οποία εγγυήθηκε επίσημα την αξία τους. Αυτό έκανε την Αίγινα να επιβληθεί γρήγορα στο εμπόριο, με συνέπεια να τη μιμηθούν κι άλλες ελληνικές πόλεις, σταθμίζοντας τα νομίσματά τους με βάση το αιγινίτικο.
Σύμφωνα με τα ως τώρα γνωστά στοιχεία, οι Λυδοί έκοψαν πρώτοι χρυσά νομίσματα. Αργότερα ο Δαρείος έκοψε τους «δαρεικούς», που ισοδυναμούσαν με δυο αττικές δραχμές, αλλά είχαν εικοσαπλάσια αξία. Philip II TetradrachmΣτην Ελλάδα σπάνια χρησιμοποιούσαν χρυσό και χαλκό στα νομίσματα, ως τα χρόνια του Φιλίππου και του Μ.Αλεξάνδρου (336 π.Χ).


Η Τέχνη, αποτυπώνοντας στα χάλκινα νομίσματα τη μορφή του Δία, εξύψωσε τον αρχηγό του αρχαιοελληνικού Δωδεκαθέου, προσδίδοντάς του ιδανικό μεγαλείο. Στα νομίσματα, ιδιαίτερα των Αθηνών, βρίσουμε αβέβαιες επιδράσεις των αρχαϊκών απεικονίσεων του Δία, όμως δεν έχουμε κανένα άγαλμά του και καμία αρχαϊκή προτομή του, κι αυτό μας δυσκολεύει στην εξαγωγή συμπεράσματος για τον χαρακτήρα, που έδωσαν οι πρώτοι τεχνίτες στη μορφή του αρχιθεού. Πάντως, οι απεικονίσεις του στα αρχαϊκά νομίσματα τον παριστάνουν όρθιο, να βαδίζει κρατώντας το αριστερό του χέρι οριζόντιο και λυγισμένο μπροστά και το δεξί του λυγισμένο πίσω και κραδαίνοντας τον κεραυνό. Βέβαια, η παράσταση αυτή δεν έχει την ευγένεια και τη μεγαλοπρέπεια, που η φαντασία των Ελλήνων επιδίωκε να προσδώσει στη μορφή του πατέρα θεών και ανθρώπων. Όμως, χάρη σε δυο νομίσματα της Ήλιδας που κόπηκαν στα χρόνια του Αδριανού, έχουμε δυο αυθεντικές σμικρύνσεις του αριστουργήματος του Φειδία στην Ολυμπία. Σ’ ένα απ’ αυτά το κεφάλι του Δία, αν και εικονισμένο από το πλάι (προφίλ), είναι εκφραστικότατο. Η φυσιογνωμία του θεού και η έκφραση του προσώπου του – αν και μερικές λεπτομέρειες φαίνεται να τροποποιήθηκαν αργότερα – δίνουν έναν τύπο ιδεώδη.
Πολλά νομίσματα της Μιλήτου απεικονίζουν, όπως συμπεραίνουν μερικοί ειδικοί, όρθιο τον Απόλλωνα το Μιλήσιο, που χάλκινο άγαλμά του – έργο μάλλον του Κάναχου – ήταν στημένο στα Δίδυμα της Μ.Ασίας (κοντά στη Μίλητο) και που μικρό, χάλκινο επίσης, αντίγραφό του βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Σε αργυρό νόμισμα των Αμφικτιόνων εικονίζεται στη μια του όψη το κεφάλι της Δήμητρας και στην άλλη ο «ομφαλός» των Δελφών, όπου κάθεται ο Απόλλων, κρατώντας δάφνινο κλαδί. Μπροστά του βρίσκεται ένας τρίποδας και στην περιφέρεια του νομίσματος είναι χαραγμένη η λέξη ΑΜΦΙΚΤΙΟ (ΝΩΝ).
Αθηναϊκά νομίσματα, με απεικονίσεις της χάλκινης Προμάχου Αθηνάς του Φειδία, δίνουν με ακρίβεια την εικόνα του κολοσσιαίου έργου.
Σε αργυρό νόμισμα της Μεγάλης Ελλάδος, με απροσδιόριστη ακόμη την προέλευσή του, ο Διόνυσος εικονίζεται ολόγυμνος. Σε νομίσματα της Νάξου εικονίζεται μόνο το κεφάλι του. Σ’ αυτά ο θεός φέρει χρυσό στεφάνι και χαμογελά. Ο Διόνυσος του γλύπτη Αλκαμένη αποτυπώθηκε σε αθηναϊκά νομίσματα, και της κλασικής εποχής.
Ο Απόλλων απεικονίζεται και σε πολλά αρχαιοελληνικά μετάλλια. Ωραιότερο απ’ αυτά θεωρείται το μετάλλιο του στρατηγού του Μ.Αλεξάνδρου Αντιγόνου, όπου ο θεός παριστάνεται καθισμένος μέσα σε τριήρη.